Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Τουρκική πολιτική στη Συρία: Θεωρία, πράξη και αντιφάσεις



Το Θεωρητικό Πλαίσιο

Μιλώντας στη σύνοδο της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΑΚΡ στις 26 Ιουνίου 2012, ο Έρντογαν, υποστήριξε ότι: «Η Τουρκία κατάφερε να ξεπεράσει ένα-ένα τα εικονικά σύνορα και τα ψυχολογικά εμπόδια και να μεταφέρει το μήνυμα της αλληλεγγύης και της συνεργασίας σε κάθε χώρα και λαό που έφτασε…Υπάρχουν κάποιοι που ενοχλούνται από το γεγονός ότι η Τουρκία αγκάλιασε τα αδέλφια της, ενοχλούνται από το ότι έδωσε τέλος σε μια νοσταλγία 100 χρόνων». Με αυτά τα λόγια, ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας συμπυκνώνει το ιδεολογικό περίβλημα μέσα από το οποίο η Άγκυρα προωθεί την εξωτερική της πολιτική. Μια πολιτική που μέσα από την ακύρωση των «εικονικών συνόρων» επιδιώκει την μετατροπή της Τουρκίας σε φορέα ενσωμάτωσης του ισλαμικού κόσμου στον παγκόσμιο καπιταλισμό.

Εξετάζοντας το σημερινό στάδιο αντιπαράθεσης μεταξύ Τουρκίας-Συρίας, είμαστε υποχρεωμένοι να αποκωδικοποιήσουμε το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται ολόκληρη η τουρκική εξωτερική πολιτική. Δηλαδή, να αποκωδικοποιήσουμε το πρίσμα μέσα από το οποίο το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ αντιλαμβάνεται τον κόσμο.

Το ΑΚΡ διεκδικεί τη δημιουργία μιας νέας διεθνούς τάξης πραγμάτων που να αντικατοπτρίζει τις σημερινές παγκόσμιες ισορροπίες. Αυτή η τάξη πραγμάτων βασίζεται σε μια νέα θεώρηση για την παγκόσμια ιστορία στο επίκεντρο της οποίας θα ακυρώνεται ο ρόλος του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης ως των δυναμικών που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν τις σχέσεις ιστορίας-γεωγραφίας, χώρου-χρόνου, ορθολογισμού-πίστης, ατόμου-κοινωνίας, κέντρου-περιφέρειας. Μια θεώρηση στην οποία ακυρώνεται αυτό που το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ αντιλαμβάνεται ως δυτικο-κεντρική ανάγνωση του κόσμου.

Ο καθηγητής Αχμέτ Νταβούτογλου τον Σεπτέμβριο του 2001, κατέγραψε τη θεωρία για μια παγκοσμιοποίηση που «δεν ξεκινά και τελειώνει» στη Δύση, ως εξής: «Εάν πρόκειται να δημιουργηθεί ένας δίκαιος κόσμος με την παγκοσμιοποίηση, τότε θα πρέπει να διασφαλιστεί η συμμετοχή όλων των πολιτισμικών δεξαμενών σε αυτή τη δομή. Συνεπώς, η κοινωνιολογία της θρησκείας δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με μια απλή μεταφορά της κοινωνιολογίας της Δύσης πάνω στις άλλες κοινωνίες, αλλά με τις άλλες κοινωνίες να τη διαμορφώνουν για τον εαυτό τους κατόπιν συναίνεσης. Για παράδειγμα, κατά την εποχή της αποικιοκρατίας ήταν ευνόητο ότι σε όλο τον κόσμο η φιλοσοφία, η οικονομική και πολιτική σκέψη άρχιζαν με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, συνέχιζαν με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τον χριστιανισμό και τέλειωναν με την Αναγέννηση και τον μοντερνισμό. Όμως, σήμερα, εάν επιδιώξεις να διαδώσεις αυτή την αντίληψη μέσω βιβλίων για το μάθημα ιστορίας, τότε όλοι οι πολιτισμοί εκτός Δύσης, δηλαδή τα τρία τέταρτα (3/4) του κόσμου, σπρώχνονται εκτός ιστορίας…»[1]


Σύμφωνα με την πιο πάνω προσέγγιση, η κατανόηση της παγκόσμιας ιστορίας και της επιδιωκόμενης τάξης πραγμάτων θα πρέπει να προκύπτει μέσα από την παρουσία της Ανατολής, της Ασίας, συνεπώς και του ισλαμικού πολιτισμού. Ο κόσμος πρέπει να αναλύεται και υπό το πρίσμα μιας νέας «γεωγραφικής φαντασίας» όπου η πρώην περιφέρεια (ισλαμική) διεκδικεί να είναι μέρος του κέντρου (πρώην δυτικού).

Ο Ιμπραχίμ Καλίν, επικεφαλής σύμβουλος του Τούρκου Πρωθυπουργού στην εξωτερική πολιτική, ισχυρίζεται ότι η Τουρκία των απαρχών του 21ου αιώνα, επιβεβαιώνει ακριβώς την αμφισβήτηση της μέχρι τώρα δυτικο-κεντρικής ερμηνείας του κόσμου. Επιβεβαιώνει την αναγέννηση της Ανατολής, του ισλαμικού πολιτισμού. Τώρα, λέει ο Καλίν, υπάρχει μια «νέα τουρκική ιστορία» που θα πρέπει να προωθηθεί, εκπροσωπώντας την περιφέρεια. Στο επίκεντρο αυτής της νέας τουρκικής ιστορίας βρίσκεται η ικανότητα της χώρας να αποφύγει το δίλημμα παγκοσμιοποίηση ή τοπικότητα και να λειτουργήσει στα πλαίσια του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού κινητοποιώντας τις παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας.

Συνεπώς θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η τουρκική εξωτερική πολιτική στον ισλαμικό κόσμο χαρακτηρίζεται από μια προσπάθεια εγκαθίδρυσης ηγεμονίας στα πρότυπα ανάλυσης του Γκράμσι: Η ηγεμονία χτίζεται εφόσον οι νόρμες και οι αξίες του ισχυρότερου εσωτερικεύονται από τον αδύνατο.

Όμως η εφαρμογή αυτών των αντιλήψεων προϋποθέτει την ακύρωση των «εικονικών συνόρων» κατά την έκφραση Έρντογαν. Στο σημείο αυτό και πάλι ο Ιμπραχίμ Καλίν είναι διαφωτιστικός. «Ο καλύτερος τρόπος για να προστατεύσεις το εθνικό κράτος είναι να δρας λες και δεν υπάρχει, να σέβεσαι τα σύνορα των άλλων και τα δικά σου, αλλά να δραστηριοποιείσαι λες και έχουν εξαφανιστεί». Μια σαφέστατη δήλωση επεκτατισμού, από την οποία εάν αφαιρεθούν οι στρατιωτικές βλέψεις, τότε μένει η επιδίωξη κατάργησης των λεγόμενων οικονομικών και πολιτιστικών συνόρων.

Έτσι το ΑΚΡ επιδιώκει να επανεξετάσει τα πραγματικά, καθώς και τα «φαντασιακά» σύνορα της Τουρκίας προς τον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο. Προσθέτει στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μια γερή δόση πολιτισμικών αναφορών και ξαναδιαβάζει την γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας. Η νέα αυτή «γεωγραφική φαντασίωση» της Τουρκίας, προσθέτει στους υλικούς όρους της γεωγραφίας, όπως τα σύνορα, την εγγύτητα, την περιοχή και νέα συστατικά όπως την ταυτότητα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση την ισλαμική ταυτότητα.

Ο σχετικός αντικεμαλισμός στην πιο πάνω θεώρηση βρίσκεται στο σημείο που το ΑΚΡ υποστηρίζει ότι ο κεμαλικός εκσυγχρονισμός απέκοψε την Τουρκία από την σύγχρονη ιστορία της Μέσης Ανατολής. Επομένως τώρα η χώρα είναι αναγκασμένη να επιστρέψει στην «οθωμανική πίσω αυλή», να αναγεννήσει το οθωμανικό-ισλαμικό της παρελθόν, αλλά να θέσει αυτές τις διαδικασίες στο εντελώς νέο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Επομένως δεν γίνεται λόγος για ένα μονοδιάστατο νέο-οθωμανισμό, αλλά για μια συγκεκριμένη ηγεμονία στα πλαίσια του καπιταλισμού.

Η Τουρκία λοιπόν διεκδικεί να είναι ο διαμεσολαβητής και ο φορέας των αξιών ενσωμάτωσης του ισλαμικού κόσμου στην παγκόσμια καπιταλιστική δομή. Επιδιώκει να εντάξει ένα τουλάχιστον μέρος αυτού του κόσμου στις παγκόσμιες διαδικασίες ως ένα περιεκτικό πολιτισμικό-ισλαμικό σύνολο και όχι ως έκφραση δημοκρατικής διεύρυνσης.

Η θεωρία στην πράξη και οι αντιφάσεις που προκαλεί

Η πολιτική της Τουρκίας στη Συρία επί διακυβέρνησης του ΑΚΡ, τουλάχιστον μέχρι και το καλοκαίρι του 2011, παρουσίαζε ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πιο πάνω θεωρητικού πλαισίου. Η κυβέρνηση Έρντογαν επέλεξε την αναβάθμιση των διμερών σχέσεων σε επίπεδα πρωτοφανούς ενσωμάτωσης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν η ίδρυση του Ανώτερου Συμβουλίου Στρατηγικής Συνεργασίας με τις κοινές συνόδους των Υπουργικών Συμβουλίων, η κατάργηση θεωρήσεων βίζας, η αύξηση των οικονομικών και εμπορικών συμφωνιών[2]. Οι δύο χώρες προχώρησαν στην εμβάθυνση των σχέσεων τους σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, με την Άγκυρα να στοχεύει περισσότερο στην ενίσχυση της επιρροής της στο Λίβανο και στην Ανατολική Μεσόγειο, τον περιορισμό του Ισραήλ, τη διασφάλιση ανοίγματος για το εξαγωγικό της εμπόριο από τη Συρία προς την ευρύτερη Μέση Ανατολή, αλλά και την μερική έστω αναβάθμιση του ψευδοκράτους (απευθείας θαλάσσια δρομολόγια Λατάκειας-Αμμοχώστου).

Αυτή η προσπάθεια της Τουρκίας στόχευε στην προώθηση της ως «ήπιας δύναμης» (soft power). Ουσιαστικά υπογράμμιζε τα οικονομικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά μιας «συντηρητικής-δημοκρατικής» κοινωνίας που θα μπορούσε να γίνει «πηγή έμπνευσης» στην περιφέρεια. Η συμπερίληψη του συνθήματος «μηδενικά προβλήματα», αντικατοπτρίζει ακριβώς την επιδίωξη της Τουρκίας να θέσει στη δική της σφαίρα επιρροής, χώρες όπως η Συρία και να μετατραπεί σε φορέα ενσωμάτωσής τους στην παγκόσμια αγορά. Μάλιστα οι σχέσεις «μοντέλο» που δημιούργησε με τη Συρία, έγιναν σταδιακά ένα από τα σημαντικότερα σημεία αναφοράς του δόγματος που ακολουθούσε η χώρα στην εξωτερική πολιτική[3].

Στο σημερινό στάδιο και κατά ένα «ειρωνικό» τρόπο, η Συρία μετατρέπεται σε σημείο αποκάλυψης του περιεχομένου της πολιτικής «μηδενικών προβλημάτων» και όχι κατάρρευσης της. Μέσα από τις μεταβολές που προκαλεί η αντιπαράθεση με τη Συρία, η Άγκυρα αντιμετωπίζει νέους ανταγωνισμούς με το Ιράν, κίνδυνο μείωσης της επιρροής της στο Λίβανο, εμπλοκή της στην εσωτερική διαμάχη σουννιτών-σιιτών στο Ιράκ[4], την ενίσχυση του ένοπλου και πολιτικού κουρδικού κινήματος εντός Συρίας και εντός των δικών της εδαφών. Σε όλα αυτά θα μπορούσε να προστεθεί και η ανησυχία που προκαλεί στην Τουρκία η πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφορικά με την ενέργεια στην Ανατολική Μεσόγειο.

Μέσα από αυτό το πρίσμα θα μπορούσαμε να χωρίσουμε σε δύο φάσεις την τουρκική πολιτική στη Συρία από το ξέσπασμα της λεγόμενης αραβικής άνοιξης μέχρι σήμερα.

Η πρώτη φάση ξεκινά με τις πρώτες κινητοποιήσεις στη Συρία. Η Τουρκία επέλεξε την καθοδήγηση εσωτερικών πολιτικών μεταρρυθμίσεων, αφού διέβλεπε ότι λόγω καλών σχέσεων θα μπορούσε να προωθήσει το «τουρκικό μοντέλο» εκσυγχρονισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσε η προσπάθεια της Άγκυρας να πείσει για την αναγκαιότητα περάσματος στο πολυκομματικό σύστημα κατά τα δικά της πρότυπα τη δεκαετία του 1950. Δηλαδή με σαφέστατες βλέψεις προς μια αλλαγή που θα διασφάλιζε την σταδιακή ενίσχυση των συντηρητικών ρευμάτων στη Συρία και την μεταβίβαση της εξουσίας στις «πραγματικές δυνάμεις» της κοινωνίας, στην σουνιτική ισλαμική πλειοψηφία.

Η πολιτική «εσωτερικής αλλαγής» με φορέα τον Άσσαντ (τουλάχιστον στα αρχικά στάδια), κράτησε μέχρι και τον Αύγουστο του 2011, όταν ο Σύριος Πρόεδρος απέρριψε οριστικά τις τουρκικές προτάσεις.

Από το σημείο αυτό αρχίζει η δεύτερη φάση της τουρκικής πολιτικής στη Συρία. Από τον Αύγουστο του 2011, η κυβέρνηση Έρντογαν υιοθετεί την πολιτική της «εσωτερικής αλλαγής υπό τις τοπικές δυναμικές» και χωρίς τον Άσσαντ. Στο πλαίσιο αυτής της θεωρητικής προσέγγισης, η συριακή αντιπολίτευση εκπροσωπούσε τις τοπικές δυναμικές, την καταπιεσμένη βούληση του (ισλαμικού) έθνους, η οποία με την κινητοποίησή της μπορούσε να ανατρέψει τον Άσσαντ. Η δεύτερη πτυχή της κινητοποίησης «τοπικών δυναμικών» ήταν η συμπερίληψη σε αυτές, της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, της Οργάνωσης Ισλαμικής Συνεργασίας και του Αραβικού Συνδέσμου. Συνεπώς η Τουρκία επιδίωκε σε συνεργασία με ένα μεγάλο μέρος του περιφερειακού σουνιτικού Ισλάμ να μετατραπεί σε παράγοντα «εσωτερικής αλλαγής» στη Συρία και συνεπώς υπό κάποιες προϋποθέσεις και σε ολόκληρη την περιοχή. Με λίγα λόγια η Άγκυρα προσπάθησε μέσα από την «περιφερειοποίηση» της πολιτικής της να ενισχύσει τη θέση της ως ενδιαφερόμενο μέρος στη συριακή κρίση. Έτσι η συριακή κρίση μετατράπηκε σε εσωτερικό τουρκικό πρόβλημα, το οποίο μάλιστα επηρεάζει με καθοριστικό τρόπο.

Οι επιπτώσεις 

Η εμπλοκή της Άγκυρας στη συριακή κρίση γίνεται πλέον «εντός συριακών εδαφών», λόγω της τουρκικής βοήθειας προς τον λεγόμενο ελεύθερο συριακό στρατό. Η παρουσία μάλιστα ριζοσπαστικών ισλαμικών ομάδων της ένοπλης αντιπολίτευσης σε τουρκικές περιοχές, δημιουργεί κοινωνική πόλωση στην τουρκο-συριακή μεθόριο. Για παράδειγμα, οι Αλεβίτες και οι Κούρδοι αυτών των περιοχών εκφράζουν έντονες ανησυχίες από την ελεύθερη διακίνηση ένοπλων συνδεδεμένων με την Αλ-Κάϊντα στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Τουρκίας.

Το γεγονός αυτό ενισχύει περαιτέρω και την αντίληψη ότι η Τουρκία προτιμά την οικοδόμηση ενός σουνιτικού άξονα στην περιφέρεια, ο οποίος συμπεριλαμβάνει τις διάφορες εκδοχές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, καθώς και τις μοναρχίες της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ.

Η αντιπαράθεση με τη Συρία και οι γεωπολιτικές μεταβολές που προκαλεί γενικά η λεγόμενη αραβική άνοιξη, έφεραν στο προσκήνιο ακόμα πιο δυναμικά τη λεγόμενη κουρδική άνοιξη. Δηλαδή την αναβαθμισμένη παρουσία του ΡΚΚ σε όλα τα επίπεδα. Το ΡΚΚ αναδεικνύεται ξανά σε μια οργάνωση που μπορεί να αξιοποιεί το πολιτικό κενό, να αναπτύσσει συνεργασίες και να διατηρεί κοινωνική στήριξη. Αυτή τη στιγμή καθόλου τυχαία έχει ενισχυμένη παρουσία τόσο στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας, όσο και στα βόρεια της Συρίας. Συνεπώς αναγεννά τον εφιάλτη της Τουρκίας: την προοπτική εμφάνισης ενός δεύτερου συριακού αυτή τη φορά Κουρδιστάν, δίπλα από το Ιρακινό.

Παράλληλα δε θα πρέπει να υποτιμηθούν οι οικονομικές επιπτώσεις που έχει η Τουρκία. Σχεδόν σε ολόκληρη την προηγούμενη δεκαετία περιοχές όπως το Γκαζίαντεπ, Χατάϊ και Ούρφα, γνώρισαν σημαντικότατη οικονομική ανάπτυξη κυρίως διαμέσου του τουρισμού και του εξαγωγικού εμπορίου βιομηχανικών προϊόντων. Ενδεικτικά, το 2000 επισκέφθηκαν την Τουρκία 122 χιλιάδες τουρίστες και το 2011 αυξήθηκαν στις 924 χιλιάδες. Τους πρώτους πέντε μήνες του 2012 καταγράφεται ήδη μείωση της τάξης του 33.1% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2011. Οι εξαγωγές από την πόλη Γκαζίαντεπ τον Αύγουστο του 2010 ήταν 10,5 εκατομμύρια δολάρια, ενώ τον Αύγουστο του 2012 μειώθηκαν στα 2.874 εκατομμύρια δολάρια.

Τέλος, μια επίσης σοβαρή επίπτωση είναι η ένταση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Ακριβώς λόγω των ποιοτικών χαρακτηριστικών που φέρουν οι συνέπειες της συριακής κρίσης για την Τουρκία, επηρεάζεται συνολικά η περιοχή μας. Για παράδειγμα, τα ερωτήματα σε σχέση με τη μελλοντική ηγεσία της Συρίας, επεκτείνονται και στις σχέσεις που θα αναπτυχθούν (μέσω Τουρκίας) με το ψευδοκράτος. Κρίσιμο σημείο για τη θέση που θα έχουν τα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη στις νέες ισορροπίες της Ανατολικής Μεσογείου, αποτελεί η προοπτική συμβιβασμού δυνάμεων της Δύσης με τον άξονα Τουρκίας-Σαουδικής Αραβίας-Κατάρ σε μια μελλοντική συριακή εξουσία που να φέρει έντονο το στίγμα του σουνιτικού πολιτικού Ισλάμ. Μια τέτοια προοπτική θα αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τη θέση της Τουρκίας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Σε αυτό το πλέγμα καθοριστικός θα είναι και ο ρόλος της Αιγύπτου.



Νίκος Μούδουρος

Το κείμενο αυτό βασίζεται σε ομιλία που κατατέθηκε σε εκδήλωση-συζήτηση των Ενθεμάτων της εφημερίδας Αυγή στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 2012, με θέμα "Η Τουρκία και οι εξελίξεις στην περιοχή μας".



[1] «Huntington Asla Haklı Çıkmayacak», εφημ. Yeni Şafak, 24 Σεπτεμβρίου 2001.
[2] Sedat Ergin, “Suriye politikasında nerede hata yapıldı? — 1”, Hürriyet, 29.8.2012.
[3] Erol Cebeci, Kadir Üstün, “The Syrian Quagmire: What’s Holding Turkey Back”, Insight Turkey, Vol. 14, No. 2, 2012, σ. 16.
[4] Serhat Erkmen, “Change in Iraqi Politics: From Ethnic-Sectarian Lines to Centralization Question”, Ortadoğu Etütleri, Volume 4, No 1, July 2012, σσ.143–164. Bilgay Duman, “Dışişleri Bakanı Ahmet Davutoğlu’nun Kerkük Ziyareti Üzerinden Türkmen Stratejileri”, ORSAM, 9.8.2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου