Η κρίσιμη περίοδος 2003-2004
Πολύ πρόσφατα έχει κυκλοφορήσει
στην Τουρκία το βιβλίο «Προφίλ και Πραγματικότητα» του Αλπέρ Γκιορμούς,
αρθρογράφου στην εφημερίδα ΤΑΡΑΦ. Η σημαντικότητά του έγκειται στο ότι αποτελεί
δημοσιογραφική επιμέλεια του ημερολογίου που τηρούσε ο Ναύαρχος Οζντέν Ορνέκ
την περίοδο 2003-2004 και στο οποίο μαρτυρεί τις προσπάθειες μιας ομάδας
ανώτατων στρατιωτικών για πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησης Έρντογαν. Το
συγκεκριμένο ημερολόγιο αποτελεί εδώ και κάποια χρόνια βασικό κομμάτι της
υπόθεσης Εργκενεκόν. Την ίδια στιγμή όμως, είναι μια σοβαρή πηγή στην
προσπάθεια κατανόησης τόσο της τότε πολιτικής νοοτροπίας του τουρκικού στρατού,
όσο και του τρόπου με τον οποίο το Κυπριακό μετατράπηκε σε πεδίο ξεκαθαρίσματος
λογαριασμών μεταξύ πολιτικού Ισλάμ και στρατιωτικής χούντας.
Η άνοδος του Κόμματος Δικαιοσύνης
και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στη διακυβέρνηση το Νοέμβριο του 2002, αποτέλεσε για την
κεμαλική στρατιωτική ελίτ της χώρας την κορύφωση της «αντικεμαλικής πορείας»
που ξεκίνησε από το 1950 με την επικράτηση Μεντερές. Μέσα σε ένα τέτοιο
ιδεολογικό πλαίσιο, μια ομάδα στρατηγών αναζητούσε τρόπους ανατροπής της
κυβέρνησης, την οποία θεωρούσε επικίνδυνη για το «κεμαλικό ιδεώδες». Στην
αντίπερα όχθη, η νεαρή τότε κυβέρνηση ΑΚΡ, συνειδητοποιούσε την ύπαρξη
πιθανοτήτων εσωτερικής ρήξης. Άλλωστε το πραξικόπημα του 1997 είχε αποδείξει
ότι το πολιτικό Ισλάμ δε θα μπορούσε να γίνει εύκολα δύναμη εξουσίας χωρίς
κάποιες βασικές πολιτικές αλλαγές. Στο σημείο αυτό, η αναζωογόνηση της
διαδικασίας ένταξης της χώρας στην Ε.Ε και η ανάδειξή της ως εθνικού στόχου,
ήταν κάτι που πρόσφερε στο ΑΚΡ μια ευρύτερη εσωτερική και εξωτερική στήριξη.
Διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες, το μεγάλο κεφάλαιο και μια
μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ, ταυτίστηκαν αμέσως με τον «ευρωπαϊκό εθνικό στόχο» των
ισλαμιστών.
Ακριβώς, αυτή η «ιδιότητα» της
ενταξιακής διαδικασίας ήταν κάτι που ενοχλούσε την υπό δημιουργία χούντα, η
οποία τελικά θα αποδειχθεί παρακλάδι της Ερκενεκόν. Ο Ναύαρχος Οζντέν Ορνέκ
αξιολόγησε στο ημερολόγιο του, την επιμονή της κυβέρνησης σε ευρωπαϊκές
μεταρρυθμίσεις ως εξής: «Κατά την άποψή μου προσπαθούν να
δημιουργήσουν ένα νομικό υπόβαθρο για να κάνουν αυτά που θέλουν. Διότι σε
περίπτωση που ενταχθούμε στην Ε.Ε θα καταργηθούν όλοι οι περιορισμοί στην
έκφραση σκέψης και θα παραλύσουν οι ένοπλες δυνάμεις. Έστω και να ‘το παίξουν’
ότι μπαίνουμε στην Ε.Ε είναι αρκετό για να παραλύσουν τις ένοπλες δυνάμεις».
(σελ. 102-103)
Η βαρύτητα που έδωσε το ΑΚΡ στην
ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, ως μέθοδος αυτοάμυνας απέναντι στις
πραξικοπηματικές μεθοδεύσεις, γέννησε ταυτόχρονα και την ανάγκη «ενασχόλησης»
με το Κυπριακό. Στις συγκυρίες της εποχής, το Κυπριακό και η τότε πρωτοβουλία
του ΟΗΕ, έπαιρναν την κορυφαία θέση στην πολιτική επικαιρότητα της Τουρκίας. Σε
αυτό το πλαίσιο, η διακήρυξη του ΑΚΡ ότι «η μη λύση δεν είναι λύση» συγκέντρωνε
στήριξη από ένα μεγάλο κομμάτι της τουρκικής αστικής τάξης, το οποίο διέβλεπε
ότι μέσα από την αποδοχή της πρωτοβουλίας του ΟΗΕ για διευθέτηση του Κυπριακού,
μπορούσαν να μειωθούν αισθητά τα εμπόδια προς την Ε.Ε.
Αυτή η αναπάντεχη «εισβολή» του
Κυπριακού στην επικαιρότητα της τουρκικής πολιτικής, ως προβλήματος που έπρεπε
να διευθετηθεί, εξέπληξε δυσάρεστα τη συγκεκριμένη ομάδα των στρατηγών. Ο
Ναύαρχος Ορνέκ το διάστημα 16-22 Δεκεμβρίου 2002 έγραψε στο ημερολόγιό του τα
εξής: «Και σε μια στιγμή δημιουργήθηκε στη χώρα ένα κλίμα ‘δώσε την Κύπρο να
σωθούμε’. Ένα κλίμα στο οποίο πρωταγωνιστούσαν τα ΜΜΕ. Τα πρόσωπα που αντιστέκονται
είναι πολύ λίγα. Η συμπεριφορά μερικών προδοτών της πατρίδας είναι
ενδιαφέρουσα. Οι συμπεριφορές του Μεχμέτ Αλί Μπιράντ και του Ομίλου ΜΜΕ Ντογάν,
ενθαρρύνονται από κάπου και συνεχώς γράφουν εναντίον του Ντενκτάς».
(σελ. 103)
Από το σημείο αυτό, φαίνεται ότι
η πρωτοβουλία του ΟΗΕ με το Σχέδιο Ανάν απέκτησε ιδιαίτερη σημασία για την
χούντα στην προσπάθεια ανατροπής του ΑΚΡ. Ήταν ένα πεδίο που πολύ σύντομα θα
μπορούσε να αποτελέσει ορμητήριο για συγκεκριμένους σχεδιασμούς πραξικοπήματος.
Στις 26 Δεκεμβρίου 2002, μετά από την σύνοδο του Ανώτατου Στρατιωτικού
Συμβουλίου, οι επικεφαλής του ναυτικού, αεροπορίας, πεζικού και
στρατοχωροφυλακής, συγκεντρώθηκαν και αποφάσισαν «να υιοθετήσουν τη μη λύση στο
Κυπριακό» ως πολιτική γραμμή πλεύσης στα πραξικοπηματικά σχέδια. (σελ.
105) Μάλιστα στο «ειδικό έγγραφο» που ετοίμασε ο Ναύαρχος Ορνέκ αναφορικά με
τις ενέργειες που θα έπρεπε να γίνουν ενάντια στην κυβέρνηση, καταγράφονται τα
εξής σημαντικά: «Υποστήριξη των πολιτικών Ντενκτάς στο Κυπριακό (επισκέψεις ανώτατων
στρατιωτικών στο νησί, δημόσιες παρεμβάσεις, διοργάνωση επισκέψεων πολεμικών
σκαφών). Δημόσιες δηλώσεις για την αναγκαιότητα δημοψηφίσματος για έγκριση ή
απόρριψη της ένταξης στην Ε.Ε. Παρεμβάσεις για τα ζητήματα ασφάλειας που
προκύπτουν σε κάθε θέμα εξωτερικής πολιτικής και παρεμπόδιση οποιουδήποτε
συμβιβασμού». (σελ. 159)
Όπως φαίνεται αυτή η ομάδα
στρατηγών αποφάσισε την στήριξη Ντενκτάς στην προσπάθεια φθοράς της κυβέρνησης
ΑΚΡ, αλλά και την διατήρηση του Κυπριακού ως θέματος «ασφάλειας» και συνεπώς
«εθνικής προδοσίας» σε περίπτωση συμβιβασμού. Ήταν σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο
που προετοιμάστηκε και το πραξικοπηματικό σχέδιο με την ονομασία «Ξανθό
Κορίτσι», το οποίο προνοούσε την δημιουργία «κοινωνικής κατακραυγής» ενάντια
στις πολιτικές της κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, μεγάλη σημασία αποκτούσαν και οι
ισορροπίες ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Για την στρατιωτική χούντα η
στήριξη Ντενκτάς, ο οποίος βρισκόταν ήδη στο «στόχαστρο» των μαζικών
κινητοποιήσεων των Τουρκοκυπρίων, ήταν απαραίτητη. Ο Ναύαρχος Ορνέκ γράφει επ’
αυτού: «Θα πρέπει να αφήσουμε το Κυπριακό χωρίς λύση όπως ακριβώς επιθυμούμε
και στο μεταξύ θα πρέπει να μην αφήσουμε την αντιπολίτευση στην Κύπρο να
κερδίσει τις εκλογές». (σελ. 181)
Οι εξελίξεις όμως δεν κινήθηκαν
στη βάση των υπολογισμών των συγκεκριμένων στρατηγών. Πέραν της αποτυχίας στη
μείωση της αντίδρασης των Τουρκοκυπρίων εναντίον του Ντενκτάς, εμφανίστηκαν και
εσωτερικές διαφοροποιήσεις στον τουρκικό στρατό με χαρακτηριστικότερο
παράδειγμα τον τότε Αρχηγό Χιλμί Οζκιόκ. Στις 8 Ιανουαρίου 2004, ο Ναύαρχος
Ορνέκ συναντήθηκε με τον Αρχηγό του για να του εκφράσεις τις διαφωνίες του
αναφορικά με την «ανοχή» που επεδείκνυε ο Οζγκιόκ έναντι στην κυβέρνηση. Στο
ημερολόγιο εκείνης της μέρας γράφει: «Εδώ και πάρα πολλή καιρό υπάρχει κάτι που
θέλω να σας πω αναφορικά με το θέμα της Κύπρου… Η στάση σας είναι λίγο
συντηρητική… Εάν επιλυθεί το Κυπριακό, η Ελλάδα που μέχρι σήμερα φοβάται από το
μέτωπο της Κύπρου, θα γίνει πιο επιθετική και εμείς θα ζήσουμε μέρες
μεγαλύτερης έντασης στο Αιγαίο». (σελ. 216-217) Η άρση της
μονολιθικότητας του τουρκικού στρατού επί του Κυπριακού, αλλά και επί του
Αιγαίου ήταν πλέον καταγεγραμμένο γεγονός μεγάλης σημασίας.
Εκτός από τους εσωτερικούς
τριγμούς στα ανώτατα δόματα του στρατού, η πολιτική αλλαγή σε άλλους θεσμούς
του τουρκικού κράτους, αποδείχτηκε επίσης σημαντικός παράγοντας δυσκολίας για
την εφαρμογή των πραξικοπηματικών σχεδίων. Ήδη από τις αρχές του 2003, το
Υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε τη συγκρότηση «μιας νέας πολιτικής στο Κυπριακό
με τη συμβολή όλων των ενδιαφερομένων θεσμών». Μάλιστα σχολιάζοντας
αυτή τη νέα πολιτική, ένας ανώτερος διπλωμάτης είχε αναφέρει στην εφημερίδα
Χιουρριέτ τα εξής: «Πλέον, οι απειλές της Τουρκίας για προσάρτηση και ενσωμάτωση μπήκαν
στο τσουβάλι». (Χιουρριέτ, 2.1.2003)
Αυτές οι αλλαγές συγκυριών
εσωτερικά και εξωτερικά με την στήριξη των ΗΠΑ προς το ΑΚΡ, ήταν κάτι που
απασχολούσε έντονα τους πραξικοπηματίες στρατηγούς, αλλά δεν τους εμπόδιζε από
του να συνεχίζουν τις αναζητήσεις τους για ανατροπή της κυβέρνησης. Οι δυσκολίες
για την πραγματοποίηση ενός νέου πραξικοπήματος μαρτυρούνται από τον Ναύαρχο
Ορνέκ στο ημερολόγιό του ως εξής: «Η οικονομία μας είναι σε κακή κατάσταση και
εξαρτημένη από το εξωτερικό. Εάν δεν διασφαλίσουμε πιστώσεις από έξω, η
οικονομία μας μπορεί να καταρρεύσει και ο λαός θα ζήσει δύσκολες μέρες. Και δεν
είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε τέτοια ευθύνη. Ένα άλλο θέμα είναι οι ΗΠΑ. Παρόλο
που στήριξαν προηγούμενα πραξικοπήματα, τώρα στηρίζουν το ΑΚΡ. Είναι πολύ
δύσκολο να γίνει ένα πραξικόπημα που δε θέλουν οι ΗΠΑ. Χωρίς τις ΗΠΑ δεν
γίνεται αυτή η δουλειά. Ένα άλλο θέμα… έχει μήπως διασφαλιστεί η ενότητα εντός
των ενόπλων δυνάμεων; Εάν υπάρχει εσωτερική διαφωνία, το τέλος μας θα είναι η
καταστροφή». (σελ. 241)
Έχοντας ενώπιον της όλα αυτά τα
δεδομένα, η συγκεκριμένη ομάδα των στρατηγών αποφάσισε να δώσει περισσότερο
βάρος στις εξελίξεις στο Κυπριακό, ως πεδίο ευκολότερης ανατροπής της
κυβέρνησης. Ο Ναύαρχος είχε γράψει για το θέμα: «Εμείς θα πρέπει να
παρακολουθούμε τα γεγονότα στην Κύπρο. Το Κυπριακό είναι το θέμα στο οποίο
είμαστε πιο δυνατοί. Εάν αυτοί (το ΑΚΡ) προσπαθήσουν να κάνουν κινήσεις εκτός
των αποφάσεων του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, να πάμε στον Αρχηγό του Γενικού
Επιτελείου. Να του πούμε ότι δεν εγκρίνουμε τις εξελίξεις, ότι δεν αναλαμβάνουμε
τέτοια ευθύνη και ότι ετοιμάσαμε ανακοίνωση, την οποία είτε θα δημοσιοποιήσουμε
όλοι μαζί, είτε θα την κάνουμε μόνοι μας και θα παραιτηθούμε. Κατά τη γνώμη
μου, αυτό είναι πιο αποτελεσματικό από πραξικόπημα. Ο Αρχηγός θα μείνει μόνος
του και στο τέλος θα παραιτηθεί». (σελ. 241)
Στο μεταξύ οι εξελίξεις στο
Κυπριακό είχαν ενταθεί και οι στρατηγοί αντιλήφθηκαν με απογοήτευση ότι το
«κυπριακό τους προπύργιο», ο Ραούφ Ντενκτάς, δεν κατάφερε να ανατρέψει την
απόφαση του ΑΚΡ για αποδοχή των όρων του Γ.Γ του ΟΗΕ στη σύνοδο της Νέας Υόρκης
στις αρχές του 2004. Ο Ναύαρχος υποστήριξε ότι ο Γκιούλ, τότε
Υπουργός Εξωτερικών, ανακοίνωσε στον Οζγκιόκ την αναγκαιότητα αποδοχής της
πρωτοβουλίας Ανάν, ενώ ο Τουρκοκύπριος ηγέτης τέθηκε στο περιθώριο.
(σελ. 250) Γινόταν ξεκάθαρο ότι οι στρατηγοί δεν μπορούσαν να ελέγξουν τις
εξελίξεις. Κατά την άποψή τους, το τελευταίο σημείο καμπής για ανατροπή της
κυβέρνησης Έρντογαν, ήταν η τελευταία πράξη του Σχεδίου Ανάν, δηλαδή η πορεία
προς το δημοψήφισμα του Απριλίου 2004. Την τελευταία μέρα του Φεβρουαρίου 2004,
οι τέσσερις στρατηγοί συνέρχονται και σύμφωνα με το ημερολόγιο του Ναυάρχου: «Στόχος
μας ήταν να εκτιμήσουμε τις εξελίξεις στην Κύπρο και να αξιολογήσουμε τις
διάφορες μυστικές και απόρρητες επιστολές που πήραμε από τον Ντενκτάς… Στη βάση
της αξιολόγησης των πληροφοριών μας, ο Ντενκτάς θα παραιτηθεί από συνομιλητής
στις 22 Μαρτίου, ενώ ο υιός Ντενκτάς θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση και θα
χαλάσει ο συνασπισμός. Με αυτό τον τρόπο δε θα υπάρχει κυβέρνηση για να κάνει
το δημοψήφισμα. Στο μεταξύ μέχρι τις 22 Μαρτίου ο Ντενκτάς θα διασφαλίσει ότι
δε θα υπάρχει συμφωνία σε κανένα θέμα στις συνομιλίες». (σελ. 253)
Οι πιο πάνω σχεδιασμοί των
στρατηγών θα ήταν αποτελεσματικοί, εφόσον ο Αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων θα
τους ακολουθούσε στην προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης με αφορμή τις
εξελίξεις στην Κύπρο. Μια δημόσια και επικριτική πολιτική τοποθέτηση από
πλευράς Οζγκιόκ σε σχέση με το Σχέδιο Ανάν, μπορούσε να εκληφθεί ως μομφή κατά
του ΑΚΡ ενώ πιθανόν να γεννούσε νέες δυναμικές για απόρριψη του Σχεδίου μέσα
στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Χαρακτηριστικά τα όσα γράφει ο Ναύαρχος στο
ημερολόγιο του: «Όλο αυτό το παιχνίδι θα μπορούσε να χαλάσει μόνο με μια ανακοίνωση από
τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Η Κύπρος έγινε πλέον για εμάς μια υπόθεση
εθνικής αντίστασης. Εάν σπάσει αυτή η αντίσταση θα εμφανιστεί η δύναμη του ΑΚΡ…
Εάν το ΑΚΡ δεν μπορέσει να κάνει αυτό που θέλει στην Κύπρο, τότε θα χάσει την
πολιτική του ύπαρξη. Για αυτό η επίλυση του Κυπριακού με οποιοδήποτε τρόπο,
ήταν ζωτικό ζήτημα για το ΑΚΡ… Εάν χαθεί η Κύπρος, τότε οι ένοπλες δυνάμεις θα
χάσουν την πειστικότητά τους και ποιος θα μπορεί να ισχυριστεί ότι θα είναι
ωφέλιμες; Μας περιμένουν δύσκολες μέρες». (σελ. 267)
Συνεπώς το Σχέδιο Ανάν
μετατράπηκε σε πεδίο «επιβίωσης ή θανάτου» των δύο αντιμαχόμενων πολιτικών στην
Τουρκία. Ή θα επικρατούσε το ΑΚΡ και θα άλλαζε την μοίρα του στην εξουσία, ή θα
επικρατούσε ο στρατός και η κυβέρνηση Έρντογαν θα εξαφανιζόταν από το πολιτικό
προσκήνιο. Τελικά όμως, η ανακοίνωση που ανέμεναν οι στρατηγοί από τον Οζγκιόκ
δεν ήρθε ποτέ. Στις 4 Απριλίου 2004, σε σύσκεψη του με τους επίδοξους
πραξικοπηματίες, ο στρατηγός Οζγκιόκ τους ξεκαθάρισε ότι δεν θα προέβαινε σε
καμιά ανακοίνωση εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής. Ο Ναύαρχος περιγράφει τη
στιγμή ως εξής: «Δεν ξέρω εάν είναι δημοκράτης ή αν φοβάται, πάντως ο Αρχηγός δεν
επιτρέπει καμιά ανακοίνωση ενάντια στην κυβέρνηση… Πλέον δεν έχει νόημα να
επιμένουμε». (σελ. 272-273)
Οι επίδοξοι πραξικοπηματίες
ηττήθηκαν και από «τα μέσα». Ο ίδιος ο στρατός παρουσίαζε τέτοιες εσωτερικές
διαφοροποιήσεις που μερικά χρόνια πριν θα ήταν αδιανόητες. Όμως πέραν τούτου,
το ημερολόγιο πραξικοπήματος του Ναυάρχου υποδεικνύει με σαφήνεια, όχι μόνο το
πώς ο στρατός έχασε το παιχνίδι, αλλά και πως το ΑΚΡ μπήκε σε μια προσπάθεια
εργαλειοποίησης του Κυπριακού για να προστατεύσει τη θέση του. Ίσως για πρώτη
φορά στη σύγχρονη τουρκική ιστορία, οι χειρισμοί της κυβέρνησης που οδηγούσαν
σε αποδοχή μιας διεθνούς πρωτοβουλίας για επίλυση του Κυπριακού, γίνονταν για
εδραίωση της εξουσίας της και όχι για το αντίθετο.
Από το ημερολόγιο γίνεται
ξεκάθαρο ότι για τον στρατό, το Σχέδιο Ανάν ήταν μια ευκαιρία αποκαθήλωσης του
ΑΚΡ. Για το ίδιο το κυβερνών κόμμα όμως, το σημαντικό ήταν να διατηρήσει το
προβάδισμα που απέκτησε έναντι του τότε Ελληνοκύπριου διαπραγματευτή και να
κατοχυρώσει την πολιτική του συνέχεια μέσα από ένα «ναι» στην Τουρκοκυπριακή
κοινότητα. Στο ίδιο πλαίσιο, ένα «όχι» από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα, θα
διευκόλυνε περισσότερο τους ευρύτερους του σχεδιασμούς. Υπάρχουν πλέον ισχυρές
ενδείξεις ότι το ΑΚΡ επιδίωξε και σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να επιβληθεί στο
παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών στο Κυπριακό με επίκεντρο την εργαλειοποίηση του
προβλήματος στην τελική διαπραγμάτευση του Σχεδίου Ανάν και στο δημοψήφισμα. Τα
λόγια του τότε Πρέσβη και συνεργάτη του ΑΚΡ για το Κυπριακό, Μπακί Ιλκίν, προς
το Ναύαρχο Ορνέκ κατά τη διάρκεια μιας συνάντησής τους το Νοέμβριο του 2004,
είναι περισσότερο από διαφωτιστικά: «Με βάση τα θέματα που υπήρχαν στο Σχέδιο
Ανάν, δε θα γινόταν αποδεχτό από την ελληνοκυπριακή διοίκηση. Δεν μπορούσαν να
αποδεχτούν την ίδρυση ενός νέου κράτους και την καθυστέρηση στην επιστροφή
περιουσιών. Εμείς το μυριστήκαμε αυτό και πήραμε ρίσκο. Και το ρίσκο που πήραμε
δεν ήταν μεγάλο. Αρχίσαμε τους σχεδιασμούς μας έχοντας κατά νου ότι εμείς θα
πούμε ‘ναι’ και αυτοί ‘όχι’. Κοινοποιήσαμε στο Υπουργείο Εξωτερικών ότι στόχος
μας δεν ήταν η λύση του Κυπριακού, αλλά η κατάργησή του ως εμποδίου στο δρόμο
προς την Ε.Ε. Τελικά η υπόθεση μας πραγματοποιήθηκε και η ελληνοκυπριακή
διοίκηση είπε ‘όχι’…». (σελ. 304)
Νίκος
Μούδουρος
Δημοσιεύθηκε στην εφ.Χαραυγή στις 22.6.2012