Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Ο λαϊκός επαναστατικός αγώνας του ΡΚΚ ως μια "νέα τακτική" του κουρδικού κινήματος στην Τουρκία


Όταν στις 28 Δεκεμβρίου 2011 η τουρκική αεροπορία βομβάρδιζε το χωριό Ουλούντερε στις νοτιοανατολικές περιοχές με θλιβερό απολογισμό το θάνατο 35 Κούρδων χωρικών, η κατάσταση στο Κουρδικό πρόβλημα απλά επιβεβαίωσε τη νέα του φάση. Ο στρατός δήλωσε ότι «αντιλήφθηκε» τους χωρικούς ως αντάρτες του ΡΚΚ, ενώ στην πραγματικότητα τα θύματα της κρατικής βίας ήταν λαθρέμποροι τσιγάρων και μαζούτ από τις περιοχές του Βορείου Ιράκ! Μερικούς μήνες μετά τη συγκεκριμένη αποκάλυψη και σε μια «παραφροσύνη» εθνικισμού, ο Υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας Ιντρίς Ναϊμ Σιαχίν, δήλωνε για τα θύματα ότι «εάν συλλαμβάνονταν ζωντανοί θα κατηγορούνταν δικαστικά για λαθρεμπόριο… είναι οι φιγούρες του γεγονότος, εάν δούμε ολόκληρο το έργο δεν υπάρχει κάτι για το οποίο να πρέπει να ζητηθεί συγνώμη»!

Μέσα στο πλαίσιο που ολοκληρώνονταν με τη σφαγή των 35 ανθρώπων, το καθοριστικό ερώτημα που προέκυπτε τότε ήταν εάν η αντίδραση του Υπουργού Εσωτερικών συνιστούσε την νέα περιεκτική στρατηγική της κυβέρνησης ΑΚΡ στο Κουρδικό. Εάν δηλαδή θα αποτελούσε το δόγμα της Άγκυρας για την αντιμετώπιση της νέας τακτικής που έθετε επί τάπητος το ΡΚΚ. Συνεπώς στο επίκεντρο ολόκληρου του πολιτικού συστήματος μπήκε για μια ακόμη φορά η αδυναμία των στρατιωτικών μέτρων στην αντιμετώπιση της κουρδικής οργάνωσης, αλλά την ίδια στιγμή και η ανθεκτικότητα του ΡΚΚ μέσα από την οποία φαίνεται να επιτυγχάνει τη διατήρηση συμμαχιών τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και στο εξωτερικό.

Η νέα τακτική αγώνα που επέλεξε το ΡΚΚ, ουσιαστικά αποτελεί επιστροφή σε πιο παλιές ένοπλες μεθόδους με στόχο τον «έλεγχο πεδίων και εδαφών» εντός Τουρκίας. Σήμερα η τακτική αυτή ονομάστηκε «λαϊκός επαναστατικός αγώνας» και έχει ως κεντρικό άξονα την εντατικοποίηση της κινητοποίησης του κουρδικού πληθυσμού προς την κατεύθυνση της περαιτέρω προώθησης του αιτήματος για «αυτονομία-ανεξαρτησία».

Όπως προαναφέρθηκε, η τακτική αυτή δεν είναι εντελώς νέα αφού ακολουθήθηκε και στα χρόνια πριν από την σύλληψη του Αμπντουλλάχ Οτζαλάν. Μετά τη σύλληψη του Κούρδου ηγέτη και ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1999-2005, το ΡΚΚ μείωσε δραστικά τις ένοπλες επιχειρήσεις και έδωσε περισσότερο βάρος στην οργανωτική ανασυγκρότηση εντός πόλεων. Δημιούργησε τα «κοινοβούλια Τουρκίας» και προσπάθησε παράλληλα να αυξήσει την επιρροή και τον πολιτικό έλεγχο σε Δήμους των νοτιοανατολικών-κουρδικών περιοχών της Τουρκίας.

Βασική περιοχή για το ξεδίπλωμα της πολιτικής ενίσχυσης του κινήματος ήταν το Ντιγιάρμπακιρ, πόλη σύμβολο για τους Κούρδους. Η δομή «Συνέδριο των Κουρδικών Κοινοτήτων» (με τα αρχικά KCK, είναι η πολιτική δομή που συνδέει το ΡΚΚ με τον πληθυσμό των πόλεων) σε μια κίνηση περισσότερου συγκεντρωτισμού έθεσε κομισάριους της ένοπλης οργάνωσης για τους Δήμους που έλεγχε το κουρδικό κόμμα και σταδιακά φρόντισε για την μαζικοποίηση αιτημάτων όπως η αυτονομία-ανεξαρτησία. Στις δημοτικές εκλογές του 2009, το Κόμμα Δημοκρατικής Κοινωνίας κέρδισε συνολικά 100 Δήμους στις νοτιοανατολικές περιοχές. Σε αυτό το σημείο το τουρκικό κράτος ξεκίνησε τη δίωξη της δομής KCK με δικαστικές υποθέσεις υπό την καθοδήγηση των εισαγγελέων ειδικών αρμοδιοτήτων. Το ΡΚΚ αναγκάστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα να μετακίνηση το κέντρο δράσης του σε άλλες περιοχές. Όμως ταυτόχρονα αναγκάστηκε να εντείνει την ένοπλη δραστηριότητα και να την διευρύνει με το στόχο λαϊκού επαναστατικού αγώνα και ελέγχου εδαφών εντός Τουρκίας. Με αυτό τον τρόπο, το ΡΚΚ στοχεύει σε αύξηση της πίεσης κατά του τουρκικού κράτους, στην μετακίνηση του Οτζαλάν σε κατ’ οίκον περιορισμό, καθώς και σε έναρξη συνομιλιών που να διασφαλίζουν ισότιμο καθεστώς μεταξύ του κουρδικού κινήματος και του τουρκικού κράτους.  

Στη σημερινή φάση, φαίνεται ότι η Άγκυρα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την αναδίπλωση του ΡΚΚ και την ικανότητα του να διατηρεί κοινωνική στήριξη, έστω και μειωμένη σε σύγκριση με προηγούμενα χρόνια. Γιατί πλέον το μεγαλύτερο πρόβλημα για την άρχουσα τάξη της χώρας, είναι η μη αποδοχή του ιστορικού δεδομένου της ταύτισης ενός πολύ μεγάλου μέρους των Κούρδων με τον αγώνα του ΡΚΚ. Σε αυτό το σημείο άλλωστε αποτυγχάνουν οι όποιες προσπάθειες αύξησης της δραστηριότητας του τουρκικού στρατού, αφού υποτιμούν την λαϊκή στήριξη που απολαμβάνει το ΡΚΚ. Συνεπώς, μπορεί η μέθοδος του λαϊκού επαναστατικού αγώνα που επέλεξε το κουρδικό κίνημα την περίοδο αυτή να μην έφερε τα αποτελέσματα που αναμένονταν, όμως στρέφουν πλέον τα ανώτατα δόματα της εξουσίας να σκέφτονται ακόμα και την επανέναρξη των συνομιλιών.

Το συνέδριο του ΑΚΡ στις 30 Σεπτεμβρίου αναμένεται να είναι διαφωτιστικό και προς αυτή την κατεύθυνση. Έστω και αν το γενικότερο κλίμα δεν χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία, εντούτοις η προσοχή όλων εστιάζεται στην ομιλία του Πρωθυπουργού Έρντογαν και ιδιαίτερα στα μηνύματα που θα αφήσει αναφορικά με το Κουρδικό.
 

Πηγές:
Cengiz Çandar, “Hükümete çağrı: BDP ile görüşün”, Radikal, 30.9.2011
Ruşen Çakır, “Kürtler arası iç savaş ihtimali var mı?”, Vatan, 24.9.2012
İsmail Küçükkaya, “Bu kan seçim için akıyor”, Akşam, 20.9.2012
Ali Bayramoğlu, “İdris Naim Şahin: İnciler mi itiraflar mı?”, Yeni Şafak, 24.5.2012

 
Νίκος Μούδουρος


Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Συρία – Τουρκία και Άραβες: ένα δύσκολο ταγκό για τον Ερντογάν (Δεύτερη Ανάγνωση)


Η πρόσφατη δημοσκόπηση που δίνει 50% προτίμηση στον Γκιουλ, για πρόεδρο της Τουρκίας, σε σύγκριση με μόλις 23% για τον Ερντογαν, είναι κάπως ανησυχητικά νέα για τον υποτιθέμενο χαρισματικό ηγέτη της Τουρκίας. Έχει, ήδη, δει μια έντονη αμφισβήτηση των θέσεων του λόγω της εμπλοκής της Τουρκίας στη συριακή κρίση με ανάλογα ποσοστά κριτικής των επιλογών του.

Στις αρχές της εβδομάδας, υπήρξαν δυο διαδοχικές ειδήσεις από την περιοχή. Ανακοινώθηκε αρχικά έκρηξη στη Συρία για να ακολουθήσει είδηση για έκρηξη σε τούρκικη πόλη. Η αλλαγή στρατηγικής που ανακοίνωσε ο στρατός είναι άλλωστε εκφραστική: δεν θα είναι στατικός πλέον λέει ο στρατός, αλλά θα κινείται συνεχώς στις περιοχές που δρουν οι Κούρδοι αντάρτες. Με μια έννοια, όμως, αυτό σημαίνει ότι παραδέχεται αυτό που είχε δηλώσει ένας Κούρδος βουλευτής ότι ουσιαστικά ο στρατός δεν ελέγχει πια αρκετές περιοχές. Η κινητικότητα είναι σύμπτωμα ανοικτού πόλεμου και όχι σταθερότητας. Για αυτό, ίσως, και φημολογούνται νέες κινήσεις προς τον Οτσαλαν.

Και ενώ οι φιλοδοξίες της Τουρκίας για ηγεμονικό ρόλο στην Σύρια βρίσκονται τώρα μπροστά στο κίνδυνο ενός κουρδικού blowback, η ευρύτερη στρατηγική στον αραβικό κόσμο αρχίζει να παρουσιάζει προβλήματα – είναι άλλωστε εκφραστική η δευτερεύων θέση πια του Νταβουτογλου μπροστά στις σχεδόν ξύλινες πια μεγαλοστομίες του Ερντογαν.

Ο νέος πρόεδρος της Αιγύπτου φαίνεται αποφασισμένος να παίξει αυτόνομα. Έτσι παρά την τούρκικη θέση και την θέση του Κατάρ [και οι 2 χώρες πρόσφεραν πρόσφατα από 2 δις στην Αίγυπτο] για επέμβαση στην Συρία, ο Μορσι κράτησε αποστάσεις από αυτήν την θέση και φαίνεται να επενδύει στην συνεργασία με το Ιράν για το συριακό.

Ο ρόλος της Τουρκίας όμως σαν ισλαμικού επενδύτη, που τελικά δεν διαφέρει από τους  παραδοσιακούς πολυεθνικούς επενδύτες η και αποικιοκράτες, φαίνεται πιο έντονα σε μια δικαστική μάχη που έχει ξεσπάσει στην Δυτική Όχθη και απειλεί με νέα τραύματα την τούρκικη εικόνα στον αραβικό κόσμο. Η διαμάχη αφορά την παραχώρηση από την Παλαιστινιακή αρχή, αγροτικής γης σε τούρκικη εταιρεία για να δημιουργήσει βιομηχανική ζώνη. Όπως όμως διέρρευσε στο σαιτ electronic intifada φαίνεται ότι η τουρκική εταιρεία που θα επιχορηγήσει το project θα αποκτήσει ιδιοκτησία της γης. Κάτι βέβαια που προκάλεσε την αντίδραση των αγροτών αρχικά αλλά θέτει και ευρύτερα θέματα – και για την διαχείριση από την παλαιστινιακή αρχή αλλά για τις προθέσεις των τουρκικών εταιρειών.


Αναδημοσίευση από Δεύτερη Ανάγνωση, 28.9.2012
www.defterianaynosi.com

 

 

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Δύο συλλήψεις και μια ολόκληρη «παρακρατική» ιστορία!


 Ολόκληρος ο τουρκοκυπριακός Τύπος στις 27 Σεπτεμβρίου 2012 δημοσιεύει την είδηση σύλληψη των Μουσταφά Τοκάι και Εμίρ Εμιρκανι από την αστυνομία του ψευδοκράτους ως υπόπτους στην υπόθεση που αφορά το αδίκημα της πλαστογραφίας της υπογραφής του «πρωθυπουργού», Ιρσέν Κουτσιούκ. Και οι δύο τους ήταν μέλη της λεγόμενης επιτροπής δημόσιας υπηρεσίας. Μέχρι το σημείο αυτό, η υπόθεση της σύλληψης των δύο, συγκεντρώνει στον ένα ή στον άλλο βαθμό το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Όμως η επιφάνεια δεν μπορεί να εξηγήσει την περιπλοκή της κατάστασης στον βυθό, όπου και αναδεικνύονται κορυφαία πολιτικά ζητήματα, ικανά να αλλάξουν μακροπρόθεσμα τις εσωτερικές ισορροπίες στην τουρκοκυπριακή Δεξιά.

 Ένα αμαρτωλό έγγραφο

Το έγγραφο για το οποίο κατηγορούνται στην υπόθεση πλαστογραφίας οι δύο, «διέρρευσε» στην εφημερίδα ΑΦΡΙΚΑ στις 22 Σεπτεμβρίου 2012. Το συγκεκριμένο δημοσίευμα ανέφερε ότι με την ολοκλήρωση των επαρχιακών συνεδρίων και εκλογών του Κόμματος Εθνικής Ενότητας (Κ.Ε.Ε.) και στο διάστημα που απομένει μέχρι την πραγματοποίηση του εκλογικού συνεδρίου του κόμματος στις 21 Οκτωβρίου, ετοιμάστηκε ένα έγγραφο με διάφορες «διαταγές» το οποίο δόθηκε σε ανώτερα στελέχη του Κ.Ε.Ε.. Σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο υπάρχουν οδηγίες οι οποίες ανάμεσα σε άλλα αναφέρουν ότι τα μέλη του πολιτικού γραφείου του κόμματος και οι «βουλευτές» θα δώσουν διαφόρων ειδών υποσχέσεις όπως προσλήψεις, παραχώρηση πιστώσεων, προαγωγές στα παιδιά και τις οικογένειές τους, οικονομική βοήθεια, ωστόσο τονίζεται ότι οι προσλήψεις θα γίνουν μετά τις 21 Οκτωβρίου. Αναφέρεται επίσης ότι όλοι οι «υπουργοί» και οι «δήμαρχοι» οι οποίοι πρόσκεινται στο πρόσωπο που υπογράφει το έγγραφο, θα έχουν συναντήσεις τρεις φορές την εβδομάδα με διευθυντές και αξιόπιστους «δημοσίους υπαλλήλους». Τέλος το δημοσίευμα της ΑΦΡΙΚΑ άφησε αναπάντητο ένα ερώτημα γεμάτο νόημα: Ποιος υπογράφει τέτοιες διαταγές; Το ερώτημα φυσικά άνοιγε το δρόμο για τη συνέχιση των δημοσιευμάτων επί του θέματος και τις επόμενες μέρες.

Όντως στις επόμενες εκδόσεις, η εφημερίδα «αποκάλυψε» ότι το έγγραφο οδηγιών με στόχο το συνέδριο του ΚΕΕ υπογράφηκε από τον Κιουτσιούκ, ο οποίος βέβαια δεν άργησε να διαψεύσει και να στείλει το ζήτημα στη δικαιοσύνη. Η κατάληξη του ζητήματος ήταν η αστραπιαία σύλληψη των δύο υπόπτων και η αποκάλυψη ότι είχαν πλαστογραφήσει την υπογραφή Κιουτσιούκ σε έγγραφο που βρέθηκε στους υπολογιστές τους στα γραφεία της επιτροπής δημόσιας υπηρεσίας. Σύμφωνα μάλιστα με την μαρτυρία κλητήρα, οι Τοκάι και Εμιρκανί του είχαν δώσει οδηγία να παραδώσει το εν λόγω έγγραφο στον αρχισυντάκτη της ΑΦΡΙΚΑ Σιενέρ Λεβέντ. Στο σημείο αυτό, το όποιο «αστυνομικό» ενδιαφέρον σταματά σε κουτσομπολίστικες στήλες, γιατί απλά αρχίζει να εμφανίζεται το ιδεολογικο-πολιτικό πλαίσιο της υπόθεσης.

Το ιδρυτικό δίκτυο του ψευδοκράτους

Ο Μουσταφά Τοκάι είναι γνωστός και ως ο «παντοτινός υφυπουργός» του Ντερβίς Έρογλου. Στην πάροδο των χρόνων έκτισε ισχυρές φιλίες με την οικογένεια του Τουρκοκύπριου ηγέτη. Διετέλεσε «υφυπουργός» του Έρογλου σχεδόν σε όλες τις θητείες του ως «πρωθυπουργού». Την κρίσιμη περίοδο 2002-2003 μερίμνησε για την παραχώρηση υπηκοοτήτων του ψευδοκράτους σε Τούρκους πολίτες με στόχο την εξασφάλιση ψήφων. Το 2004 είχε αποκαλυφθεί ότι σε συγκεκριμένες κάλπες του δημοψηφίσματος, οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι είχαν (όλοι) ως διεύθυνση κατοικίας, την διεύθυνση του Τοκάι!

Εκείνη ήταν και η περίοδος που παραχωρήθηκε η υπηκοότητα και σε πρόσωπα όπως ο τότε πρόεδρος του εμπορικού επιμελητηρίου Άγκυρας, Σιναν Αϊγκιούν, ο οποίος το 2008 συνελήφθηκε στην Τουρκία ως ύποπτος για συμμετοχή στο παρακρατικό δίκτυο Εργκενεκόν. Στα λίγα χρόνια της αντιπολίτευσης, 2003-2009, όταν στην εξουσία βρέθηκε το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα και ο Ταλάτ, ο Μουσταφά Τοκάι δεν εγκατέλειψε τον φίλο του. Ήταν σύμβουλός του στο κόμμα. Το 2009 διορίζεται ξανά στα γνώριμα λημέρια της «πρωθυπουργίας» και το 2010 με την νίκη Ντερβίς Έρογλου στις εκλογές και την ανάληψη της ηγεσίας της κοινότητας, ο Τοκάι οδεύει στο αντίστοιχο πόστο στο «Σαράϊ». Με το που φτάνει σε ηλικία αφυπηρέτησης, ο Έρογλου φροντίζει για τον διορισμό του στην επιτροπή δημόσιας υπηρεσίας, όπου και εργάζεται μεθοδικά για την θεμελίωση της παραδοσιακής εξουσίας της τουρκοκυπριακής Δεξιάς.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα δίπλα στον Τοκάι στην επιτροπή, διορίζεται και ο Εμίρ Εμιρκανι. Ο Εμιρκανι είναι ιδιαίτερα γνωστός στους Τουρκοκύπριους Αμμοχωστιανούς, όχι λόγω καταγωγής αλλά εξαιτίας του «έργου» του. Με την νίκη Έρογλου στις «προεδρικές» του 2010, κενώθηκε η «βουλευτική» του έδρα στην Αμμόχωστο. Στην αναπληρωματική ψηφοφορία που ακολούθησε, υποψήφια από πλευράς ΚΕΕ ήταν η κόρη του Έρογλου, Ρεσμιγιέ Τζιανάλταϊ με σημαντικότερο αντίπαλο τον Χουσεϊν Αγκολεμλί του Κόμματος Κοινοτικής Δημοκρατίας. Στο τέλος της εκλογής ανακοινώθηκε η επικράτηση της Τζιανάλταϊ με τρεις ψήφους διαφορά και όπως αναμενόταν, ξεκίνησαν οι πανηγυρισμοί. Διακόπηκαν όμως άδοξα… το «Ανώτατο Συμβούλιο Εκλογών» ανακοίνωσε ότι είχε ενημερωθεί με λανθασμένα στοιχεία από το Συμβούλιο Κάλπης και ότι η νέα καταμέτρηση έδινε την έδρα στον Αγκολεμλί με 5 ψήφους διαφορά. Πρόεδρος του συμβουλίου κάλπης που έδωσε τα λανθασμένα στοιχεία ήταν ο Εμίρ Εμιρκανι!

Επόμενη μέρα: Ανατροπές;

Η διαδρομή συμφερόντων λοιπόν που συνδέει τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, τους ανώτερους γραφειοκράτες και τα ΜΜΕ, δεν μπορεί παρά να επαναφέρει στο προσκήνιο ένα σημαντικότατο δεδομένο: την ιστορική πλέον επιβεβαίωση της ταύτισης τουρκοκυπριακής Δεξιάς και παρακράτους με την δημιουργία, την ενίσχυση και την λειτουργία των παράνομων δομών στα κατεχόμενα. Η δημιουργία του Κόμματος Εθνικής Ενότητας και η ανάδειξη στελεχών όπως ο Ντερβίς Έρογλου, δεν μπορεί να μελετούνται αποκομμένα από τις συνθήκες της περιόδου κορύφωσης της δημιουργίας χωριστών δομών μετά την τουρκική εισβολή.

Ο πρωταγωνιστικός ρόλος αυτών των ομάδων, κληρονόμων της παράδοσης της ΤΜΤ, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα σε ένα ανανεωμένο πολιτικό πλαίσιο. Αυτή τη στιγμή, οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί στην τουρκοκυπριακή Δεξιά εκφράζονται μέσα από διαφορετικές συμμαχίες με στόχο την εξουσία και όχι μέσα από διαφορετικά ιδεολογικο-πολιτικά προγράμματα. Ο Ντερβίς Έρογλου στη συγκεκριμένη περίπτωση εκφράζει τα «απομεινάρια» ενός καθεστώτος το οποίο δε φαίνεται να γίνεται ανεχτό από τη νέα συντηρητική εξουσία στην Άγκυρα. Η συγκεκριμένη πτυχή δεν πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα της άμεσης και ολοκληρωτικής ρήξης της τουρκικής κυβέρνησης με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, όμως ανοίγει το δρόμο για τους επόμενους χειρισμούς της Άγκυρας με στόχο να «αποτελειώσει ότι έμεινε» από τις μη ελεγχόμενες εξουσίες στα κατεχόμενα. Συνεπώς το ζήτημα δεν είναι ο Έρογλου, αλλά το ευρύτερο δίκτυο μέσα στο οποίο ενισχύθηκαν αυτές οι πολιτικές προσωπικότητες.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα διάσταση των δύο συλλήψεων είναι και η εμπλοκή της εφημερίδας ΑΦΡΙΚΑ, γνωστής στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα για τις «αντιστασιακές θέσεις». Φαίνεται ότι ένα «περίεργο δίκτυο» σχέσεων αγκαλιάζει και τον Σιενέρ Λεβέντ, μια εξέλιξη όμως που βρίσκει τις ρίζες της στην γενικότερη δομή των ΜΜΕ στα κατεχόμενα και των εξαρτήσεων που αναπτύσσονται με τα πολιτικά και οικονομικά κατεστημένα της Τουρκίας.

 Πάντως εάν η έρευνα προχωρήσει, τότε δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο νέων αποκαλύψεων για τις πολιτικές στοχεύσεις Έρογλου, τις σχέσεις ανταγωνισμού με την τουρκική κυβέρνηση και φυσικά τις δεσμεύσεις διαφόρων ΜΜΕ. Η αντιπαράθεση με φόντο το συνέδριο του Κόμματος Εθνικής Ενότητας, μπορεί να καταλήξει σε φορέα μιας συνολικής ανατροπής των μέχρι σήμερα γνωστών ισορροπιών των «ιδρυτικών δυνάμεων» του ψευδοκράτους. Κάτι βέβαια που θα φέρει αλυσιδωτές επιπτώσεις σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, έτσι όπως αυτό οικοδομήθηκε μετά την εισβολή.

 

Πηγές:
Havadis, “Derin Bağlantı açığa çıktı!”, 27.9.2012
Havadis, “Gerçekler bir bir ortaya çıkarken”, Başaran Düzgün, 27.9.2012.
Yeni Düzen, “Tokay ve Emirkanı kimdir?”, 27.9.2012.

 Νίκος Μούδουρος
  

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Όταν η πολιτική τράπουλα ξαναμοιράζεται…Παρατηρήσεις για την κατάσταση στα κατεχόμενα


Η πολιτική κατάσταση στα κατεχόμενα το τελευταίο χρονικό διάστημα χαρακτηρίζεται από μια καθολική πλέον αντίληψη-συνειδητοποίηση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας για την αναγκαιότητα αλλαγής της δομής και του περιεχομένου των σχέσεων με την Τουρκία. Έστω και αν αυτή η εξέλιξη στο παρόν στάδιο δεν έχει πάρει τη μορφή ή την έκφραση ενός συγκεκριμένου πολιτικού προγράμματος, εντούτοις αντικατοπτρίζεται από τις δραστηριότητες όλων σχεδόν των πολιτικών-ιδεολογικών χώρων. Η αντίληψη αυτή, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις σε Αριστερά και Δεξιά, επικεντρώνεται κυρίως στην ανατροπή του μοντέλου «διοικητής-διοικούμενος» και την εισαγωγή μιας σχέσης στον άξονα «σεβασμός-ισότητα».

Αυτή την περίοδο, το πολιτικό σύστημα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα βρίσκεται «κλειδωμένο» στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις του μεγάλου κόμματος της Δεξιάς, του Κόμματος Εθνικής Ενότητας. Οι δύο ισχυρότερες ομάδες, από τη μια Κιουτσιούκ («πρωθυπουργός») και από την άλλη Έρογλου («πρόεδρος»), ανταγωνίζονται για την τελική επικράτηση στο ποιος θα γίνει ο φορέας του μετασχηματισμού των κατεχομένων, με ποιους όρους και με ποιες κατευθύνσεις. Η ομάδα Κιουτσιούκ εμφανίζεται πιο αφοσιωμένη στο πολιτικό πρόγραμμα που επιβάλλει η τουρκική κυβέρνηση, την στιγμή που η ομάδα Έρογλου επιδιώκει να συνεχίσει τη συμμαχία της τουρκοκυπριακής Δεξιάς με τμήματα του ακροδεξιού παρακράτους, καθώς και με δίκτυα της Εργκενεκόν που προς το παρόν επιβιώνουν στα κατεχόμενα. Σε αυτή την αντιπαράθεση δεν πρέπει να αναμένεται ότι η Άγκυρα θα μείνει αμέτοχη. Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση Έρντογαν δεν επιθυμεί τον σχηματισμό «ανεξάρτητων» κέντρων εξουσίας που μπορεί να προέλθουν από κύκλους που ήδη έχει περιορίσει στην Τουρκία. Την ίδια στιγμή, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ουσία της εν λόγω αντιπαράθεσης είναι ο ανταγωνισμός για την υφιστάμενη εξουσία στο νέο της πλαίσιο και όχι η αλλαγή του περιεχομένου της. Όμως όλα αυτά συμβαίνουν στο επίπεδο της σημερινής Τουρκοκυπριακής ηγεσίας και κυρίως του Κόμματος Εθνικής Ενότητας. Οι δυναμικές ευρύτερα, φέρουν και άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Τα νεοφιλελεύθερα πρωτόκολλα και ο μετασχηματισμός

Το κυριότερο ζήτημα που απασχολεί τους Τουρκοκύπριους στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, είναι η ανησυχία (και η ξεκάθαρη πλέον απειλή) για την εξαφάνιση τους ως πολιτική κοινότητα από την Κύπρο. Το αίσθημα απειλής ενάντια στα κυπριακά χαρακτηριστικά των Τουρκοκυπρίων, φαίνεται ότι καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις αναταράξεις που προκαλούνται σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Δεν θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι η ολοκληρωμένη και μαζικά εκφρασμένη ανησυχία για την εξαφάνιση της ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων εκφράζεται πιο χαρακτηριστικά επί της διακυβέρνησης Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην Τουρκία. Παρόλο που τέτοιες πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Τουρκίας εμφανίστηκαν και στο παρελθόν, εντούτοις ο τρόπος με τον οποίο το ΑΚΡ επιβάλλει τη διαχείριση των κατεχομένων προκαλεί πιο έντονες τουρκοκυπριακές αντιδράσεις.

Τα τρίχρονα οικονομικά πρωτόκολλα είναι η βασική κινητήρια δύναμη που προκαλεί αυτές τις αντιδράσεις. Παρά την ονομασία τους, τα πρωτόκολλα αποτελούν ολοκληρωμένα πολιτικά προγράμματα μετασχηματισμού του κάθε τομέα των κατεχομένων. Συνεπώς ξεφεύγουν από τα πλαίσια μιας «αυστηρά οικονομικής» διαχείρισης και εκτείνονται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Βασική παράμετρος είναι ο πλήρης μετασχηματισμός των δομών και της οικονομίας, με τρόπο που να “απελευθερώνεται” η ιδιωτική πρωτοβουλία, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση η τουρκική και όχι η τουρκοκυπριακή.

Βασική επίπτωση της εφαρμογής του προγράμματος αυτού, είναι η σταδιακή περιθωριοποίηση του τουρκοκυπριακού στοιχείου και η ενίσχυση του τουρκικού. Εργάτες, επιχειρηματίες, μικρομεσαίοι, αποτελούν τρεις βασικές κατηγορίες «εκτουρκισμού» και εκτόπισης των Τουρκοκυπρίων. Η «δημόσια» υπηρεσία παραμένει σε μεγάλο βαθμό τουρκοκυπριακή, όμως οι νέες νομοθεσίες ανοίγουν πλέον τον τομέα και σε έποικους. Η ίδια ενισχυτική δυναμική του εποικισμού παρατηρείται γενικά: Οι έποικοι δεν είναι πλέον μόνο το φτηνό εργατικό δυναμικό, αλλά δραστηριοποιούνται δυναμικά σε όλους τους τομείς (δημοσιογράφοι, καθηγητές Πανεπιστημίων, επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες, ακόμα και ακτιβιστές). Ούτε και αποτελούνται μόνο από τον πληθυσμό που μεταφέρθηκε στην Κύπρο ως μέρος μιας συγκεκριμένης και οργανωμένης κρατικής πολιτικής εποικισμού. Πλέον ο πληθυσμός αυτός συμπληρώνεται από ανθρώπους που μεταναστεύουν και που προέρχονται από διαφορετικές περιοχές της Τουρκίας. Μάλιστα η ενισχυμένη πλέον θέση στην κοινωνική ιεραρχία, φαίνεται να σπρώχνει ένα τμήμα τους σε ανώτερα επίπεδα πολιτικοποίησης με αποτέλεσμα αυτή την περίοδο (όπως ποτέ προηγουμένως) να καταγράφονται στο δημόσιο χώρο αιτήματα και διεκδικήσεις οργανωμένων συνόλων των εποίκων. Πολύ χαρακτηριστική είναι η διεκδίκηση για «ισότητα και σεβασμό» που εκφράζεται κυρίως από την πλατφόρμα «Συνέδριο Δικαιοσύνης του Λαού». Η συγκεκριμένη πλατφόρμα συγκεντρώνει ετερόκλητες δυνάμεις του τουρκικού και κουρδικού πληθυσμού των κατεχομένων. Συνεπώς το σημαντικό νέο στοιχείο που προκύπτει είναι η συνεργασία τους στη βάση ενός φαινομενικά διαταξικού αιτήματος ισότιμης μεταχείρισης και συμμετοχής τους στην εξουσία, κάτι που φανερώνει παράλληλα και την άνοδο της πολιτικής τους συνειδητοποίησης. Έτσι, γεννιέται ακόμα μια δυναμική που λόγω της μαζικότητας των φορέων της (οι Τουρκοκύπριοι σταδιακά γίνονται «αριθμητική» μειονότητα στα κατεχόμενα) θα πρέπει να αναμένεται ότι θα αλλάξει ριζικά τις κοινωνικές ισορροπίες.

Μια άλλη βασική πτυχή του προγράμματος που εφαρμόζει η Τουρκία είναι η δημιουργία υποδομών και οικονομικής ανάπτυξης του ψευδοκράτους. Αυτή είναι μια εξέλιξη με διπλή κατεύθυνση: Η πρώτη είναι η περαιτέρω ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Τουρκία και η μετατροπή τους σε βασικό άξονα ολόκληρης της τουρκικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο, κάτι που θα συμβάλει στην αύξηση του τουρκικού ελέγχου επί των δομών αλλά και όλων των πολιτικών διαδικασιών. Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η δημιουργία καλύτερων όρων για την Άγκυρα σε μια πιθανή συγκυρία υπογραφής λύσης. Δηλαδή η μετατροπή των δομών του ψευδοκράτους, αλλά και του περιουσιακού καθεστώτος με τρόπο που να μην ανατρέπεται σε ένα νέο σχέδιο λύσης. Έργα όπως ο υποθαλάσσιος αγωγός μεταφοράς νερού και ηλεκτρικής ενέργειας, η εντατικοποίηση της βελτίωσης του οδικού δικτύου και η πλήρης κυριαρχία του τουρκικού κεφαλαίου στους τομείς του τουρισμού, των κατασκευών και των πανεπιστημίων, αποτελούν μέρος της ριζικής αλλαγής που λαμβάνει χώρα.  

Μια νέα «ιδεολογία» στα κατεχόμενα

Ο μετασχηματισμός επεκτείνεται και στο ιδεολογικό εποικοδόμημα των κατεχομένων. Μάλιστα στο επίπεδο αυτό είναι πιο εμφανής. Η τουρκική κυβέρνηση σε συνεργασία με το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, καθώς και με άλλους πολιτικούς και οικονομικούς πρωταγωνιστές, ενισχύει το ισλαμικό στοιχείο. Αυτή η εξέλιξη εντοπίζεται τόσο στην αύξηση τζαμιών, ιεροδιδασκαλείων, μαθημάτων κορανίου, ισλαμικών ταγμάτων και αδελφοτήτων, όσο και σε κάποιες σημαντικές αλλαγές στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, «ενοχλητικές» για τον κοσμικό χαρακτήρα των Τουρκοκυπρίων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: αύξηση των μαντιλοφορούσων γυναικών, αύξηση του κόσμου (έποικοι και μετανάστες) στην προσευχή της Παρασκευής, αύξηση θρησκευτικών προγραμμάτων στην τηλεόραση. 

Την ίδια στιγμή καταγράφεται ένα γενικότερο κλίμα απαισιοδοξίας αναφορικά με τις προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος. Η συγκεκριμένη απαισιοδοξία σε συνδυασμό με την πίεση που ασκείται από την Τουρκία σε όλους τους τομείς και την έλλειψη εναλλακτικών πολιτικών επιλογών, οδηγεί σταδιακά ένα μεγάλο μέρος της κοινότητας στην «παραίτηση». Καθόλου τυχαία, το τελευταίο χρονικό διάστημα και ιδιαίτερα μετά τις μεγάλες κινητοποιήσεις του 2011, μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού στρέφει την προσοχή της σε «εσωτερικές λύσεις» του τύπου: ανάκαμψη της οικονομίας, καλύτερη διαχείριση των δομών και μια πιο «καθαρή» πολιτική ζωή. Συνεπώς σημειώνεται μια στροφή σε αναζητήσεις λύσεων των καθημερινών προβλημάτων της κοινότητας, χωρίς να μπαίνουν στο ευρύτερο πλαίσιο του Κυπριακού και των σχέσεων με την Ελληνοκυπριακή κοινότητα.

Η πιο επικίνδυνη εξέλιξη στο πιο πάνω πλαίσιο που χαρακτηρίζει το Κυπριακό στην ευρύτερη αντίληψη των Τουρκοκυπρίων, είναι η σταδιακά αυξανόμενη ροπή υποστήριξης προς «νέες λύσεις». Οι νέες αυτές αναζητήσεις που εκφράζονται όλο και πιο πυκνά στον καθημερινό Τύπο, υπογραμμίζουν ότι μετά από τόσο χρόνια αποτυχημένων συνομιλιών με συγκεκριμένο περιεχόμενο για την επίλυση του Κυπριακού, θα πρέπει να γίνει αλλαγή πορείας σε άλλα μοντέλα λύσεων που να είναι αποδεχτά και από τις δύο κοινότητες. Στο σημείο αυτό προβάλλεται ιδιαίτερα η ενίσχυση ακροδεξιών στοιχείων στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα, αλλά και ο «παροξυσμός» που μεταφέρεται από ΜΜΕ σε σχέση με θέματα όπως η εργοδότηση Τουρκοκυπρίων στην Κυπριακή Δημοκρατία (π.χ δηλώσεις Λιλλήκα και συζητήσεις στη Βουλή για μέτρα προς Τουρκοκύπριους). Στο επίκεντρο αυτής της υπερπροβολής είναι το εξής «κεντρικό νόημα»: Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι τελικά δεν μπορούν να συνεργαστούν σε ένα κοινό κράτος.

Μέσα από την κατάσταση που επικρατεί αυτή την στιγμή, τα πολιτικά κόμματα και ιδιαίτερα τα «κοινοβουλευτικά», αντιμετωπίζουν (ως θεσμοί) τα μεγαλύτερα προβλήματα. Η αποξένωση και απομάκρυνση από την παραδοσιακή κομματική οργάνωση έχει πλήξει τόσο την Αριστερά, όσο και την Δεξιά. Εμφανίζεται ένα πολιτικό κενό ως αποτέλεσμα της αδυναμίας των κομμάτων να παρουσιάσουν ένα πειστικό πρόγραμμα που να αγγίζει το μεγάλο θέμα των σχέσεων με την Τουρκία. Άμεση συνέπεια του πολιτικού κενού είναι η εμφάνιση νέων οργανώσεων και κινήσεων (π.χ πρωτοβουλίες Κουντρέτ Όζερσαϊ), οι οποίες να έχουν στο επίκεντρό τους «τα καθημερινά προβλήματα του πολίτη».

Η πιο πάνω εξέλιξη δεν αφήνει αδιάφορη την Τουρκία. Η Άγκυρα επιδιώκει να «ξαναμοιράσει τα χαρτιά» στο πολιτικό-κομματικό πεδίο και προχωρά σε συνεργασίες με παράγοντες σχεδόν σε όλα τα κόμματα. Φυσικά η μεγαλύτερη παρέμβαση γίνεται εντός του Κόμματος Εθνικής Ενότητας που «κυβερνά». Συνεπώς υπάρχει σε εξέλιξη μια διαδικασία και στο πολιτικό-κομματικό πεδίο, με αλλαγή των πρωταγωνιστών και αντικατάστασή τους από άτομα πιο «πρόθυμα» για υλοποίηση των προγραμμάτων που επιβάλλονται. Δεν θα ήταν έκπληξη στο επόμενο χρονικό διάστημα να γίνουν ενοποιήσεις κομμάτων, αποχωρήσεις γνωστών στελεχών και νέες συνεργασίες, το αποτέλεσμα των οποίων θα αντικατοπτριστεί και στην διαπραγματευτική διαδικασία στο Κυπριακό μετά τον Φεβρουάριο του 2013.

Σε ένα γενικότερο πλαίσιο καταγράφεται ξεκάθαρα η αγωνία της Τουρκοκυπριακής κοινότητας να καθορίσει το μέλλον της σε ένα πιο βιώσιμο και λειτουργικότερο πολιτικό περιβάλλον. Η «αγωνία» αυτή έχει συγκεκριμένα αιτήματα και διεκδικήσεις, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό έρχονται σε αντίθεση με τους πολιτικούς στόχους της Άγκυρας. Την ίδια στιγμή οι τουρκοκυπριακές διεκδικήσεις διατηρούν κάποιες αποστάσεις και από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα, δεδομένο που αντικατοπτρίζεται καλύτερα σε ένα από τα συνθήματα των κινητοποιήσεων του 2011: «ούτε όμηροι της Τουρκίας, ούτε μπαλώματα των Ελληνοκυπρίων». Δηλαδή είναι φανερό έχει δημιουργηθεί μια πλατφόρμα πολιτικών διεκδικήσεων στη βάση της Τουρκοκυπριακής ταυτότητας. Αυτή η τάση «ανεξαρτητοποίησης» των Τουρκοκυπρίων, ο ενισχυμένος εθνοκοινοτισμός που εκφράζουν και η διεκδίκηση τους για ισότητα, μπορούν πολύ σύντομα να αλλάξουν κάποια δεδομένα στο Κυπριακό πρόβλημα. Την ίδια στιγμή όμως διατηρούν ένα ευρύ πεδίο ανάπτυξης κοινών αιτημάτων με τους Ελληνοκύπριους, μέσα στο οποίο θα πρέπει να υπογραμμίζεται η ομοσπονδιακή λύση. Το σίγουρο πάντως είναι ότι οι μεγάλης κλίμακας κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές στα κατεχόμενα, δε θα αφήσουν ανεπηρέαστες τις ελεύθερες περιοχές.  


Νίκος Μούδουρος
Δημοσίευση: εφημερίδα Χαραυγή, 23 Σεπτεμβρίου 2012

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Τα προνόμια της «μειονότητας»


Σε περιόδους οικονομικής κρίσης η ιδεολογική συνάφεια και σύμπνοια εθνικισμού και ρατσισμού, γίνονται στοιχεία πιο εύκολα κατανοητά. Η Κύπρος δεν αποτελεί εξαίρεση. Το τελευταίο διάστημα γινόμαστε ξανά μάρτυρες της προσπάθειας πολιτικών και δημοσιογραφικών κύκλων να δημιουργηθεί στην κοινωνία ένας παροξυσμός με επίκεντρο την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά και με βαθύτερο στόχο την πολιτική ποινικοποίηση της ιδέας της συμβίωσης και της συνεργασίας.

Η εργοδότηση Τουρκοκυπρίων στις δομές της Κυπριακής Δημοκρατίας, το ηλεκτρικό ρεύμα προς την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, οι υπηρεσίες υγείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, καθώς και δηλώσεις του τύπου «είναι απαράδεχτη η εργοδότηση Τουρκοκυπρίων, ενώ υπάρχουν τόσοι άνεργοι Ελληνοκύπριοι», αποτελούν μόνο μερικές από τις επικεφαλίδες του επιδιωκόμενου εθνικιστικού παροξυσμού στο δημόσιο χώρο. Μια απλουστευμένη εξήγηση για τη συμπεριφορά αυτών των κύκλων στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα είναι βέβαια η αντιπολιτευτική μανία και ο εθνικισμός, ή ακόμα και ο ρατσισμός, μέσα από τον οποίο αντιμετωπίζουν όλες ανεξαιρέτως τις εκφράσεις συνεργασίας των δύο κυπριακών κοινοτήτων. Όμως η εξήγηση αυτή δεν μπορεί να απαντήσει ολοκληρωμένα τα ερωτήματα που αφήνει πίσω της η «διαχρονικότητα» αυτών των αντιδράσεων από ένα κομμάτι της Ελληνοκυπριακής κοινότητας.

Η υπόθεση δυστυχώς είναι πιο σοβαρή. Αγγίζει μεταξύ άλλων, ζητήματα εξουσίας και διαμοιρασμού της. Συνδέεται με μια βαθιά πεποίθηση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν και θα πρέπει να παραμείνει ένα ελληνικό κράτος. Τροφοδοτείται από την αντίληψη ότι το κράτος αυτό θα πρέπει να εγγυάται και να αναπαράγει μόνο την ελληνικότητα των Κυπρίων, μια ελληνικότητα όμως που διαχειρίζεται αυταρχικά η λεγόμενη εθνικοφροσύνη προσδίδοντας της συγκεκριμένο περιεχόμενο και περιθωριοποιώντας καθετί διαφορετικό και εν γένει φυγόκεντρο προς την δική της ιδεολογική κυριαρχία.

Μέσα από την ρητορική κάποιων πολιτικών και μέσα από τα δημοσιεύματα συγκεκριμένων εφημερίδων σχετικά με τους Τουρκοκύπριους, επανέρχεται στην επικαιρότητα ένα «στερεότυπο σχήμα» μελέτης της ίδιας της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, το οποίο κυριάρχησε για χρόνια στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Μέσα από αυτό το σχήμα, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα παρουσιάζεται ως να μην υπάρχει ως υποκείμενο στην κυπριακή ιστορία, ως να είναι απλά ένας καθρέφτης μέσα από τον οποίο αντανακλάται η τουρκική επεκτατική πολιτική. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα γίνεται ένας παθητικός αποδέχτης της πολιτικής της Άγκυρας στην Κύπρο, ένας «δούρειος ίππος» υλοποίησης της διχοτομικής πολιτικής της Τουρκίας.

Μέσα από τέτοια ερμηνευτικά σχήματα, φυσιολογικά οι Τουρκοκύπριοι καταλήγουν να είναι στο επίκεντρο μιας «βολικής» ανιστορικότητας. Οι εθνικιστικοί κύκλοι στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα επιδίωκαν μέσα από την πιο πάνω αντίληψη να απαλλαγούν από τις ευθύνες να συνομιλήσουν επί ίσοις όροις με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, την κοινότητα που στο κάτω-κάτω ήταν ο συνδημιουργητής της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι Τουρκοκύπριοι ως «δούρειος ίππος», οι Τουρκοκύπριοι ως «στρατηγική μειονότητα» της τουρκικής επέκτασης, ήταν μερικά από τα δόγματα που δημιουργούσαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο ελληνοκυπριακός εθνικισμός αντιμετώπιζε το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος ως ένα δεύτερο ελληνικό κράτος. Συνεπώς, οτιδήποτε «μη ελληνικό» θα έπρεπε να υποταχθεί στην «ελληνική εξουσία» και να περιοριστεί ίσως σε κάποιες «παραχωρήσεις» από την ελληνική πληθυσμιακή πλειοψηφία.

Aυτή η πολιτική συμπεριφορά είχε πολλαπλά αρνητικά αποτελέσματα για το μέλλον του τόπου. Το προφανές είναι ότι οι ενέργειες των συγκεκριμένων κύκλων που εμπνέονταν από την πεποίθηση μιας δεύτερης ελληνικής εξουσίας στην Κύπρο, έσπρωχναν την Τουρκοκυπριακή κοινότητα στην «επιβεβαίωση» ότι η Τουρκία μπορούσε να αποτελέσει όντως μια σανίδα σωτηρίας. Όμως ένα άλλο αρνητικό αποτέλεσμα ήταν και το ότι με αυτό τον τρόπο, ο εθνικισμός στους Ελληνοκύπριους βοηθούσε τον αντίστοιχο στους Τουρκοκύπριους να χτίσει το δικό του «παραμύθι». Έτσι ένα μεγάλο μέρος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας βολεύτηκε πίσω από τα θεωρητικά σχήματα της «ανιστορικότητας» και προσπάθησε να απαλλαγεί από τις συνέπειες της ιδεολογίας των δικών της ακραίων ηγεσιών. Αυτή είναι τελικά μια άλλη πτυχή της ανατροφοδότησης των εθνικισμών στην Κύπρο.

Σήμερα γίνεται αντιληπτό ότι δυστυχώς τα φαινόμενα αυτά δεν αποτελούν κάτι για το οποίο να αναφερόμαστε μόνο από ανάγκη διήγησης ενός μακρινού παρελθόντος. Η μη ανοχή προς την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων, η αντίκρυση των δικαιωμάτων τους ως «απαράδεχτα» ή στην καλύτερη περίπτωση ως «προνόμια που πρέπει να καταργηθούν», είναι αντιλήψεις που επαναφέρουν εμπόδια προς την πραγματική ανεξαρτησία και την κυπριακότητα του κράτους. Εμποδίζουν την καλλιέργεια της συνείδησης εκείνης που προωθεί την κοινή δράση των κοινοτήτων, την συνεργασία τους και την δημιουργική συμμετοχή τους στην εξουσία, ως βασικά συστατικά της επανένωσης του κράτους.      


Νίκος Μούδουρος
Δημοσίευση: CyprusNews.eu (http://cyprusnews.eu)
21.9.2012

Ασίλ Ναδίρ: Το «εθνικό» κεφάλαιο


«Η ποινή που επιβλήθηκε στον Ασίλ Ναδίρ, είναι ποινή που επιβλήθηκε σε ολόκληρο το έθνος μας», ανέφερε η ανακοίνωση της Ένωσης Τουρκοκύπριων Αγωνιστών μερικές μέρες μετά την δημοσιοποίηση της 10χρονης ποινής φυλάκισης ενάντια στον γνωστό επιχειρηματία. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης μάλιστα, έσπευσε σε επίσκεψη αλληλεγγύης στον όμιλο ΜΜΕ ΚΙΠΡΙΣ (ιδιοκτησίας Ναδίρ) και δημοσίως διαμαρτυρήθηκε για την δικαστική απόφαση. Την ίδια στιγμή, οι προοδευτικές φωνές της τουρκοκυπριακής κοινότητας που επιδίωξαν να αντιμετωπίσουν κριτικά το διαμορφούμενο κλίμα, συγκρούστηκαν στον τοίχο της «εθνικής απονομιμοποίησης».

Ποιο είναι το στοιχείο εκείνο που συνέβαλε στην προσπάθεια κυρίως της τουρκοκυπριακής Δεξιάς να δημιουργήσει ένα νέο «εθνικό θέμα», θέτοντας ταυτόχρονα την προσωπικότητα Ναδίρ πέραν των πλαισίων της κοινωνίας της; Οι περιπτώσεις εθνικιστικής έξαρσης ως προϊόν φαινομενικά άσχετων γεγονότων δεν είναι φυσικά αποκλειστικότητα της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Εκείνο όμως που ενδιαφέρει είναι η επιβολή αυτής της έξαρσης σε μια κρίσιμη χρονική συγκυρία που έχει ως κυριότερο χαρακτηριστικό, την αμφισβήτηση του περιεχομένου των σχέσεων Τουρκοκυπρίων-Τουρκίας από πλευράς των προοδευτικών τμημάτων της κοινότητας.

Η εισβολή του 1974 σηματοδότησε μια νέα εποχή σε κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, η μελέτη της οποίας απουσιάζει γενικότερα από το διάλογο για το Κυπριακό. Άμεση συνέπεια ήταν η έξοδος των Τουρκοκυπρίων από τους θύλακες που ζούσαν για περίπου μια δεκαετία και η συγκέντρωσή τους σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, με θετικές οικονομικές προοπτικές σε πολλούς τομείς. Όμως αυτές οι προοπτικές δεν αφορούσαν το σύνολο της κοινότητας. Η βίαιη αποκοπή ενός μέρους του εδάφους από το σύνολο στο οποίο ανήκε, η βαθιά οικονομική και πολιτική εξάρτηση από την Τουρκία, ήταν δεδομένα που πιο εύκολα καθοδήγησαν τις προοπτικές της όποιας ανάπτυξης προς συγκεκριμένους παράγοντες. Η τουρκοκυπριακή και τουρκική άρχουσα τάξη, προχώρησαν στη δημιουργία χωριστών δομών που με τη σειρά τους θα συνέβαλλαν στην ισχυροποίηση μιας συγκεκριμένης ομάδας μέσα στην κοινότητα. Αυτή η ιδιότυπη τουρκοκυπριακή αστική τάξη θα αποτελούσε τη βάση πάνω στην οποία το χωριστό καθεστώς αποκτούσε ιδεολογικο-πολιτική νομιμοποίηση.

Ακολουθώντας το τουρκικό μοντέλο της εποχής, το «κράτος» ανέλαβε την καπιταλιστική ανάπτυξη, έκφραση της οποίας ήταν η δημιουργία των λεγόμενων κρατικών οικονομικών επιχειρήσεων. Παράλληλα, το περιουσιακό καθεστώς που οικοδομήθηκε κυρίως επί της ελληνοκυπριακής ιδιοκτησίας, μετατράπηκε σε εργαλείο αναπαραγωγής της κοινωνικο-οικονομικής τάξης στα κατεχόμενα. Οι σχέσεις εξάρτησης με πολιτικά ανταλλάγματα, ήταν το στοιχείο που στιγμάτισε από την αρχή τη νέα αυτή «διευθέτηση» και που για πολλές δεκαετίες διατηρήθηκε ως ο βασικός βραχίονας στήριξης του Ντενκτάς.

Μέσα από αυτό ακριβώς το πλαίσιο συγκρότησης των δομών στα κατεχόμενα, προκύπτει ο Ασίλ Ναδίρ, ένα από τα χαρακτηριστικότερα σύμβολα της σχέσης κεφαλαίου-κατοχής στην Κύπρο. Τα βιογραφικά του τεκμήρια είναι χαρακτηριστικά. Μετά την εισβολή μεταφέρει το επενδυτικό του ενδιαφέρον στα κατεχόμενα και εισέρχεται στον τομέα της βιομηχανίας ρούχων, τα οποία κατασκευάζει στην Κύπρο και εμπορεύεται στη Μέση Ανατολή, διαμέσου εταιρειών του στην Αγγλία. Λίγα χρόνια μετά γίνεται ιδιοκτήτης του ομίλου Polly Peck και παράλληλα επεκτείνεται στους τομείς των ΜΜΕ, υπηρεσιών και ηλεκτρικών ειδών. Το 1993 διαφεύγει από την Αγγλία λόγω του σκανδάλου υπεξαίρεσης και εγκαθίσταται μόνιμα στην Κύπρο. Μέσα από την οικονομική του αυτοκρατορία απέκτησε ισχυρές διασυνδέσεις στην Τουρκία. Θεωρήθηκε ένας από τους στυλοβάτες της όποιας αλλαγής στρατηγικής αποφάσιζε η Άγκυρα στον τρόπο διαχείρισης των κατεχομένων και γίνεται πρωταγωνιστής των νεοφιλελεύθερων πειραμάτων Οζάλ και Τσιλέρ.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο επιχειρηματίας Ναδίρ, όπως και άλλοι, είχαν αποκτήσει μια προνομιακή θέση στο πεδίο της ιδεολογικής μάχης. Ήταν οι προσωπικότητες εκείνες, των οποίων το πλέγμα των δραστηριοτήτων συμβόλιζε, συντηρούσε και ενδυνάμωνε το πλαίσιο μιας χωριστής-ανεξάρτητης-κρατικής τουρκοκυπριακής ύπαρξης. Συνεπώς μπορούσαν να προωθήσουν ευθέως το δόγμα των δύο λαών. Άρα η νομική ή η όποια αμφισβήτηση της δραστηριότητάς τους, δεν μπορεί να γίνει ανεχτή στο κυρίαρχο συντηρητικό πλαίσιο. Οι φωνές που επαναφέρουν στο προσκήνιο το «άλλο πρόσωπο» του Ναδίρ, πρέπει να εξοβελιστούν από το δημόσιο χώρο, αφού επαναφέρουν το μεγάλο πρόβλημα της εποχής: τη δομική σχέση Τουρκοκυπρίων-Τουρκίας.
 

Νίκος Μούδουρος
Δημοσίευση: Cyprus News (http://cyprusnews.eu)
4.9.2012
 

Τουρκοκύπριοι-Πολιτικό Ισλάμ: Σχέση αντιπαράθεσης


Οι εξελίξεις στα κατεχόμενα και οι αντιπαραθέσεις που προκαλούν, υποχρεώνουν σε μια προσεκτική ματιά στη νέα κοινωνική πραγματικότητα που εμφανίζεται. Οι προσανατολισμοί αυτής της πραγματικότητας, επηρεάζουν το σύνολο της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και θα καθορίσουν μέρος των εξελίξεων στο Κυπριακό. Σε μια πρώτη παρατήρηση, το πολιτικό πεδίο στιγματίζεται από την «βίαιη μεταβίβαση» της εξουσίας σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας προς το τουρκικό στοιχείο, με τρόπο μάλιστα που να αλλάζει την μέχρι σήμερα αντίληψη για τον έλεγχο της Τουρκίας. Η αλλαγή στη λειτουργία των οικονομικών δομών, φέρνει σημαντικά ρήγματα στο ιδεολογικό περιβάλλον που πλαισιώνει την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Όπως γίνεται ξεκάθαρο από τα στοιχεία που δημοσιεύονται, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, η τουρκική παρουσία εξοστρακίζει σε καθημερινή βάση την τουρκοκυπριακή. Το τρίπτυχο «νέες δομές-νέα οικονομία-νέα πολιτική», φαίνεται να αποτελεί μια πορεία που επιβάλλεται από την κυβέρνηση Έρντογαν στα κατεχόμενα και που την ίδια όμως στιγμή φέρει μαζί της ξένα προς τους Τουρκοκύπριους στοιχεία. Το χαρακτηριστικότερο από αυτά είναι η ισλαμική θρησκεία, η ενίσχυση της οποίας προκαλεί σοβαρές αντιπαραθέσεις.

«Η Βόρεια Κύπρος είναι μια τουρκική και μουσουλμανική χώρα. Θα πρέπει να είμαστε περήφανοι για αυτές μας τις ιδιαιτερότητες και χωρίς αμφιβολίες να τις προωθούμε. Για παράδειγμα τη στιγμή που η ελληνοκυπριακή πλευρά δείχνει τόση αφοσίωση στους δεσμούς της με την Εκκλησία, θα πρέπει και εμείς να συνειδητοποιήσουμε τις πολιτιστικές μας διαφορές με περισσότερα τζαμιά, με περισσότερη θρησκευτική εκπαίδευση» (Yeni Düzen, 2.2.2012). Τα πιο πάνω δήλωσε ο Έρντογαν σε Τουρκοκύπριους δημοσιογράφους. Δηλώσεις που δίνουν με ξεκάθαρο τρόπο το περιεχόμενο της αλλαγής που βιώνει η Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Μάλιστα η ένταση με την οποία εφαρμόζονται τα μέτρα ενίσχυσης της ισλαμικής παρουσίας στα κατεχόμενα, προκάλεσαν τέτοιες αντιδράσεις που ακόμα και οι εκδηλώσεις για την τουρκική εισβολή επισκιάστηκαν από τις διαμαρτυρίες οργανωμένων συνόλων ενάντια στη δημιουργία της ισλαμικής Θεολογικής Σχολής στην περιοχή της Μιας Μηλιάς.

Η ενίσχυση της ισλαμικής δραστηριότητας στα κατεχόμενα, από τη μια αντικατοπτρίζει την αλλαγή στη σύνθεση του πληθυσμού και την ισχυροποίηση Τούρκων εποίκων. Από την άλλη όμως, είναι μια σχεδιασμένη ιδεολογική παρέμβαση συντηρητικής αλλαγής που συνοδεύει τα θεμέλια του νέου πολιτικού καθεστώτος που οικοδομείται. Στο σημείο αυτό, αναδεικνύεται η δεύτερη σημαντική παρατήρηση για τις εξελίξεις που αφορά τη διαλεκτική σχέση μεταξύ των νέων δομών που οικοδομούνται και του Ισλάμ. Σύμφωνα με το πολιτικό πρόγραμμα που υιοθετεί η τουρκοκυπριακή Δεξιά, οι ανανεωμένες δομές του «κράτους» έχουν ρόλο στην ανάδειξη του Ισλάμ ως συστατικό στοιχείο του πολιτικού πλαισίου. Θα πρέπει να «φυσιολογικοποιήσουν» την ενίσχυση της θρησκείας σε μια ομολογουμένως κοσμική κοινότητα και να συνεργαστούν με νέους πολιτικούς παράγοντες που θα προκύψουν, ούτως ώστε ο ιδεολογικός μετασχηματισμός να γίνει «αναίμακτα». Μέτρα που κινούνται στο πιο πάνω πλαίσιο είναι τα εξής: δημιουργία ισλαμικού κτιριακού συγκροτήματος στη Μια Μηλιά που θα συμπεριλαμβάνει Θεολογική Σχολή, δημιουργία Θεολογικής Σχολής στο πανεπιστήμιο «Εγγύς Ανατολής», μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών σε υποχρεωτικό, έναρξη κορανικών μαθημάτων και δημιουργία τμήματος αρμόδιου για ισλαμικά-θεολογικά ζητήματα εκπαίδευσης στο «Υπουργείο Παιδείας».

Την ίδια στιγμή που το «κράτος» μπαίνει στην υπηρεσία ενίσχυσης της ισλαμικής θρησκείας, το Ισλάμ μετατρέπεται σε εργαλείο ενίσχυσης χωριστών δομών. Έργα όπως η Θεολογική Σχολή, αποτελούν βήματα εμπέδωσης κράτους. Ο Αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Μπεσίρ Αταλάϊ, περιγράφοντας τη σημασία ενός τέτοιου έργου στην εκδήλωση κατάθεσης του θεμέλιου λίθου στη Μια Μηλιά τόνισε: «Οι χώρες δε δημιουργούνται εύκολα. Μια χώρα γίνεται μεγάλη με τις υποδομές της, με την επένδυση στους ανθρώπους, αλλά και με την ενίσχυση της κουλτούρας, των εθίμων και της θρησκείας» (Haberdar, 21.7.2012).

Η τρίτη και σημαντικότερη παρατήρηση αφορά την τουρκοκυπριακή αντίδραση. Η προσπάθεια προστασίας του κοσμικού χαρακτήρα της κοινότητας αντικατοπτρίζεται καλύτερα από τους δάσκαλους, καθηγητές και τα προοδευτικά κόμματα. Όμως είναι γεγονός ότι η αντίσταση στον εξισλαμισμό, συγκεντρώνει πλατύτερη υποστήριξη. Οι διαμαρτυρίες των Τουρκοκυπρίων δεν αποτελούν ένα μεμονωμένο περιστατικό που εκδηλώνεται στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης συγκυρίας. Αντιθέτως αποτελούν έκφραση μιας αντιπολίτευσης προς την σημερινή Τουρκία, η οποία εμφανίζεται δυναμικά αναλόγως της οργανωτικής και ιδεολογικής της συγκρότησης. Οι αντιδράσεις των προοδευτικών Τουρκοκυπρίων σε αυτό το θέμα είναι σημαντικές γιατί θέτουν σε προτεραιότητα την προστασία της κυπριακής τους ταυτότητας, γιατί αμφισβητούν το νέο πλαίσιο ηγεμονίας της Τουρκίας. Υπό αυτή την έννοια απονομιμοποιούν τις υφιστάμενες σχέσεις της κοινότητας με την Άγκυρα και συνεπώς βροντοφωνάζουν για τον περιορισμό του ρόλου της Τουρκίας στην ίδια την κυπριακή ιστορία. Οι αντιδράσεις αυτές δεν πρέπει να υποτιμηθούν από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Ούτε θα πρέπει να γίνουν κατανοητές ως μια «εσωτερική τουρκοκυπριακή υπόθεση». Οι διαμαρτυρίες έχουν περιεχόμενο κυπριακής εμβέλειας, αξιολογούνται στο κυπριακό τους περιβάλλον και αποτελούν ένα νέο πεδίο δημιουργικού διαλόγου για την δημοκρατική ανανέωση των σχέσεων των δύο κυπριακών κοινοτήτων. Για όσους βέβαια ενδιαφέρονται…


Νίκος Μούδουρος
Δημοσίευση CyprusNews.eu (http://cyprusnews.eu)
23.8.2012

 

Το Κυπριακό μέσα από το ημερολόγιο πραξικοπήματος ενός Τούρκου Ναυάρχου


Η κρίσιμη περίοδος 2003-2004

Πολύ πρόσφατα έχει κυκλοφορήσει στην Τουρκία το βιβλίο «Προφίλ και Πραγματικότητα» του Αλπέρ Γκιορμούς, αρθρογράφου στην εφημερίδα ΤΑΡΑΦ. Η σημαντικότητά του έγκειται στο ότι αποτελεί δημοσιογραφική επιμέλεια του ημερολογίου που τηρούσε ο Ναύαρχος Οζντέν Ορνέκ την περίοδο 2003-2004 και στο οποίο μαρτυρεί τις προσπάθειες μιας ομάδας ανώτατων στρατιωτικών για πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησης Έρντογαν. Το συγκεκριμένο ημερολόγιο αποτελεί εδώ και κάποια χρόνια βασικό κομμάτι της υπόθεσης Εργκενεκόν. Την ίδια στιγμή όμως, είναι μια σοβαρή πηγή στην προσπάθεια κατανόησης τόσο της τότε πολιτικής νοοτροπίας του τουρκικού στρατού, όσο και του τρόπου με τον οποίο το Κυπριακό μετατράπηκε σε πεδίο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ πολιτικού Ισλάμ και στρατιωτικής χούντας.

Η άνοδος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στη διακυβέρνηση το Νοέμβριο του 2002, αποτέλεσε για την κεμαλική στρατιωτική ελίτ της χώρας την κορύφωση της «αντικεμαλικής πορείας» που ξεκίνησε από το 1950 με την επικράτηση Μεντερές. Μέσα σε ένα τέτοιο ιδεολογικό πλαίσιο, μια ομάδα στρατηγών αναζητούσε τρόπους ανατροπής της κυβέρνησης, την οποία θεωρούσε επικίνδυνη για το «κεμαλικό ιδεώδες». Στην αντίπερα όχθη, η νεαρή τότε κυβέρνηση ΑΚΡ, συνειδητοποιούσε την ύπαρξη πιθανοτήτων εσωτερικής ρήξης. Άλλωστε το πραξικόπημα του 1997 είχε αποδείξει ότι το πολιτικό Ισλάμ δε θα μπορούσε να γίνει εύκολα δύναμη εξουσίας χωρίς κάποιες βασικές πολιτικές αλλαγές. Στο σημείο αυτό, η αναζωογόνηση της διαδικασίας ένταξης της χώρας στην Ε.Ε και η ανάδειξή της ως εθνικού στόχου, ήταν κάτι που πρόσφερε στο ΑΚΡ μια ευρύτερη εσωτερική και εξωτερική στήριξη. Διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες, το μεγάλο κεφάλαιο και μια μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ, ταυτίστηκαν αμέσως με τον «ευρωπαϊκό εθνικό στόχο» των ισλαμιστών.

Ακριβώς, αυτή η «ιδιότητα» της ενταξιακής διαδικασίας ήταν κάτι που ενοχλούσε την υπό δημιουργία χούντα, η οποία τελικά θα αποδειχθεί παρακλάδι της Ερκενεκόν. Ο Ναύαρχος Οζντέν Ορνέκ αξιολόγησε στο ημερολόγιο του, την επιμονή της κυβέρνησης σε ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις ως εξής: «Κατά την άποψή μου προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα νομικό υπόβαθρο για να κάνουν αυτά που θέλουν. Διότι σε περίπτωση που ενταχθούμε στην Ε.Ε θα καταργηθούν όλοι οι περιορισμοί στην έκφραση σκέψης και θα παραλύσουν οι ένοπλες δυνάμεις. Έστω και να ‘το παίξουν’ ότι μπαίνουμε στην Ε.Ε είναι αρκετό για να παραλύσουν τις ένοπλες δυνάμεις». (σελ. 102-103)

Η βαρύτητα που έδωσε το ΑΚΡ στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, ως μέθοδος αυτοάμυνας απέναντι στις πραξικοπηματικές μεθοδεύσεις, γέννησε ταυτόχρονα και την ανάγκη «ενασχόλησης» με το Κυπριακό. Στις συγκυρίες της εποχής, το Κυπριακό και η τότε πρωτοβουλία του ΟΗΕ, έπαιρναν την κορυφαία θέση στην πολιτική επικαιρότητα της Τουρκίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η διακήρυξη του ΑΚΡ ότι «η μη λύση δεν είναι λύση» συγκέντρωνε στήριξη από ένα μεγάλο κομμάτι της τουρκικής αστικής τάξης, το οποίο διέβλεπε ότι μέσα από την αποδοχή της πρωτοβουλίας του ΟΗΕ για διευθέτηση του Κυπριακού, μπορούσαν να μειωθούν αισθητά τα εμπόδια προς την Ε.Ε.

Αυτή η αναπάντεχη «εισβολή» του Κυπριακού στην επικαιρότητα της τουρκικής πολιτικής, ως προβλήματος που έπρεπε να διευθετηθεί, εξέπληξε δυσάρεστα τη συγκεκριμένη ομάδα των στρατηγών. Ο Ναύαρχος Ορνέκ το διάστημα 16-22 Δεκεμβρίου 2002 έγραψε στο ημερολόγιό του τα εξής: «Και σε μια στιγμή δημιουργήθηκε στη χώρα ένα κλίμα ‘δώσε την Κύπρο να σωθούμε’. Ένα κλίμα στο οποίο πρωταγωνιστούσαν τα ΜΜΕ. Τα πρόσωπα που αντιστέκονται είναι πολύ λίγα. Η συμπεριφορά μερικών προδοτών της πατρίδας είναι ενδιαφέρουσα. Οι συμπεριφορές του Μεχμέτ Αλί Μπιράντ και του Ομίλου ΜΜΕ Ντογάν, ενθαρρύνονται από κάπου και συνεχώς γράφουν εναντίον του Ντενκτάς». (σελ. 103)

Από το σημείο αυτό, φαίνεται ότι η πρωτοβουλία του ΟΗΕ με το Σχέδιο Ανάν απέκτησε ιδιαίτερη σημασία για την χούντα στην προσπάθεια ανατροπής του ΑΚΡ. Ήταν ένα πεδίο που πολύ σύντομα θα μπορούσε να αποτελέσει ορμητήριο για συγκεκριμένους σχεδιασμούς πραξικοπήματος. Στις 26 Δεκεμβρίου 2002, μετά από την σύνοδο του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου, οι επικεφαλής του ναυτικού, αεροπορίας, πεζικού και στρατοχωροφυλακής, συγκεντρώθηκαν και αποφάσισαν «να υιοθετήσουν τη μη λύση στο Κυπριακό» ως πολιτική γραμμή πλεύσης στα πραξικοπηματικά σχέδια. (σελ. 105) Μάλιστα στο «ειδικό έγγραφο» που ετοίμασε ο Ναύαρχος Ορνέκ αναφορικά με τις ενέργειες που θα έπρεπε να γίνουν ενάντια στην κυβέρνηση, καταγράφονται τα εξής σημαντικά: «Υποστήριξη των πολιτικών Ντενκτάς στο Κυπριακό (επισκέψεις ανώτατων στρατιωτικών στο νησί, δημόσιες παρεμβάσεις, διοργάνωση επισκέψεων πολεμικών σκαφών). Δημόσιες δηλώσεις για την αναγκαιότητα δημοψηφίσματος για έγκριση ή απόρριψη της ένταξης στην Ε.Ε. Παρεμβάσεις για τα ζητήματα ασφάλειας που προκύπτουν σε κάθε θέμα εξωτερικής πολιτικής και παρεμπόδιση οποιουδήποτε συμβιβασμού». (σελ. 159)

Όπως φαίνεται αυτή η ομάδα στρατηγών αποφάσισε την στήριξη Ντενκτάς στην προσπάθεια φθοράς της κυβέρνησης ΑΚΡ, αλλά και την διατήρηση του Κυπριακού ως θέματος «ασφάλειας» και συνεπώς «εθνικής προδοσίας» σε περίπτωση συμβιβασμού. Ήταν σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο που προετοιμάστηκε και το πραξικοπηματικό σχέδιο με την ονομασία «Ξανθό Κορίτσι», το οποίο προνοούσε την δημιουργία «κοινωνικής κατακραυγής» ενάντια στις πολιτικές της κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, μεγάλη σημασία αποκτούσαν και οι ισορροπίες ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Για την στρατιωτική χούντα η στήριξη Ντενκτάς, ο οποίος βρισκόταν ήδη στο «στόχαστρο» των μαζικών κινητοποιήσεων των Τουρκοκυπρίων, ήταν απαραίτητη. Ο Ναύαρχος Ορνέκ γράφει επ’ αυτού: «Θα πρέπει να αφήσουμε το Κυπριακό χωρίς λύση όπως ακριβώς επιθυμούμε και στο μεταξύ θα πρέπει να μην αφήσουμε την αντιπολίτευση στην Κύπρο να κερδίσει τις εκλογές». (σελ. 181)

Οι εξελίξεις όμως δεν κινήθηκαν στη βάση των υπολογισμών των συγκεκριμένων στρατηγών. Πέραν της αποτυχίας στη μείωση της αντίδρασης των Τουρκοκυπρίων εναντίον του Ντενκτάς, εμφανίστηκαν και εσωτερικές διαφοροποιήσεις στον τουρκικό στρατό με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον τότε Αρχηγό Χιλμί Οζκιόκ. Στις 8 Ιανουαρίου 2004, ο Ναύαρχος Ορνέκ συναντήθηκε με τον Αρχηγό του για να του εκφράσεις τις διαφωνίες του αναφορικά με την «ανοχή» που επεδείκνυε ο Οζγκιόκ έναντι στην κυβέρνηση. Στο ημερολόγιο εκείνης της μέρας γράφει: «Εδώ και πάρα πολλή καιρό υπάρχει κάτι που θέλω να σας πω αναφορικά με το θέμα της Κύπρου… Η στάση σας είναι λίγο συντηρητική… Εάν επιλυθεί το Κυπριακό, η Ελλάδα που μέχρι σήμερα φοβάται από το μέτωπο της Κύπρου, θα γίνει πιο επιθετική και εμείς θα ζήσουμε μέρες μεγαλύτερης έντασης στο Αιγαίο». (σελ. 216-217) Η άρση της μονολιθικότητας του τουρκικού στρατού επί του Κυπριακού, αλλά και επί του Αιγαίου ήταν πλέον καταγεγραμμένο γεγονός μεγάλης σημασίας.

Εκτός από τους εσωτερικούς τριγμούς στα ανώτατα δόματα του στρατού, η πολιτική αλλαγή σε άλλους θεσμούς του τουρκικού κράτους, αποδείχτηκε επίσης σημαντικός παράγοντας δυσκολίας για την εφαρμογή των πραξικοπηματικών σχεδίων. Ήδη από τις αρχές του 2003, το Υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε τη συγκρότηση «μιας νέας πολιτικής στο Κυπριακό με τη συμβολή όλων των ενδιαφερομένων θεσμών». Μάλιστα σχολιάζοντας αυτή τη νέα πολιτική, ένας ανώτερος διπλωμάτης είχε αναφέρει στην εφημερίδα Χιουρριέτ τα εξής: «Πλέον, οι απειλές της Τουρκίας για προσάρτηση και ενσωμάτωση μπήκαν στο τσουβάλι». (Χιουρριέτ, 2.1.2003)

Αυτές οι αλλαγές συγκυριών εσωτερικά και εξωτερικά με την στήριξη των ΗΠΑ προς το ΑΚΡ, ήταν κάτι που απασχολούσε έντονα τους πραξικοπηματίες στρατηγούς, αλλά δεν τους εμπόδιζε από του να συνεχίζουν τις αναζητήσεις τους για ανατροπή της κυβέρνησης. Οι δυσκολίες για την πραγματοποίηση ενός νέου πραξικοπήματος μαρτυρούνται από τον Ναύαρχο Ορνέκ στο ημερολόγιό του ως εξής: «Η οικονομία μας είναι σε κακή κατάσταση και εξαρτημένη από το εξωτερικό. Εάν δεν διασφαλίσουμε πιστώσεις από έξω, η οικονομία μας μπορεί να καταρρεύσει και ο λαός θα ζήσει δύσκολες μέρες. Και δεν είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε τέτοια ευθύνη. Ένα άλλο θέμα είναι οι ΗΠΑ. Παρόλο που στήριξαν προηγούμενα πραξικοπήματα, τώρα στηρίζουν το ΑΚΡ. Είναι πολύ δύσκολο να γίνει ένα πραξικόπημα που δε θέλουν οι ΗΠΑ. Χωρίς τις ΗΠΑ δεν γίνεται αυτή η δουλειά. Ένα άλλο θέμα… έχει μήπως διασφαλιστεί η ενότητα εντός των ενόπλων δυνάμεων; Εάν υπάρχει εσωτερική διαφωνία, το τέλος μας θα είναι η καταστροφή». (σελ. 241)

Έχοντας ενώπιον της όλα αυτά τα δεδομένα, η συγκεκριμένη ομάδα των στρατηγών αποφάσισε να δώσει περισσότερο βάρος στις εξελίξεις στο Κυπριακό, ως πεδίο ευκολότερης ανατροπής της κυβέρνησης. Ο Ναύαρχος είχε γράψει για το θέμα: «Εμείς θα πρέπει να παρακολουθούμε τα γεγονότα στην Κύπρο. Το Κυπριακό είναι το θέμα στο οποίο είμαστε πιο δυνατοί. Εάν αυτοί (το ΑΚΡ) προσπαθήσουν να κάνουν κινήσεις εκτός των αποφάσεων του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, να πάμε στον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου. Να του πούμε ότι δεν εγκρίνουμε τις εξελίξεις, ότι δεν αναλαμβάνουμε τέτοια ευθύνη και ότι ετοιμάσαμε ανακοίνωση, την οποία είτε θα δημοσιοποιήσουμε όλοι μαζί, είτε θα την κάνουμε μόνοι μας και θα παραιτηθούμε. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι πιο αποτελεσματικό από πραξικόπημα. Ο Αρχηγός θα μείνει μόνος του και στο τέλος θα παραιτηθεί». (σελ. 241)

Στο μεταξύ οι εξελίξεις στο Κυπριακό είχαν ενταθεί και οι στρατηγοί αντιλήφθηκαν με απογοήτευση ότι το «κυπριακό τους προπύργιο», ο Ραούφ Ντενκτάς, δεν κατάφερε να ανατρέψει την απόφαση του ΑΚΡ για αποδοχή των όρων του Γ.Γ του ΟΗΕ στη σύνοδο της Νέας Υόρκης στις αρχές του 2004. Ο Ναύαρχος υποστήριξε ότι ο Γκιούλ, τότε Υπουργός Εξωτερικών, ανακοίνωσε στον Οζγκιόκ την αναγκαιότητα αποδοχής της πρωτοβουλίας Ανάν, ενώ ο Τουρκοκύπριος ηγέτης τέθηκε στο περιθώριο. (σελ. 250) Γινόταν ξεκάθαρο ότι οι στρατηγοί δεν μπορούσαν να ελέγξουν τις εξελίξεις. Κατά την άποψή τους, το τελευταίο σημείο καμπής για ανατροπή της κυβέρνησης Έρντογαν, ήταν η τελευταία πράξη του Σχεδίου Ανάν, δηλαδή η πορεία προς το δημοψήφισμα του Απριλίου 2004. Την τελευταία μέρα του Φεβρουαρίου 2004, οι τέσσερις στρατηγοί συνέρχονται και σύμφωνα με το ημερολόγιο του Ναυάρχου: «Στόχος μας ήταν να εκτιμήσουμε τις εξελίξεις στην Κύπρο και να αξιολογήσουμε τις διάφορες μυστικές και απόρρητες επιστολές που πήραμε από τον Ντενκτάς… Στη βάση της αξιολόγησης των πληροφοριών μας, ο Ντενκτάς θα παραιτηθεί από συνομιλητής στις 22 Μαρτίου, ενώ ο υιός Ντενκτάς θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση και θα χαλάσει ο συνασπισμός. Με αυτό τον τρόπο δε θα υπάρχει κυβέρνηση για να κάνει το δημοψήφισμα. Στο μεταξύ μέχρι τις 22 Μαρτίου ο Ντενκτάς θα διασφαλίσει ότι δε θα υπάρχει συμφωνία σε κανένα θέμα στις συνομιλίες». (σελ. 253)

Οι πιο πάνω σχεδιασμοί των στρατηγών θα ήταν αποτελεσματικοί, εφόσον ο Αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων θα τους ακολουθούσε στην προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης με αφορμή τις εξελίξεις στην Κύπρο. Μια δημόσια και επικριτική πολιτική τοποθέτηση από πλευράς Οζγκιόκ σε σχέση με το Σχέδιο Ανάν, μπορούσε να εκληφθεί ως μομφή κατά του ΑΚΡ ενώ πιθανόν να γεννούσε νέες δυναμικές για απόρριψη του Σχεδίου μέσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Χαρακτηριστικά τα όσα γράφει ο Ναύαρχος στο ημερολόγιο του: «Όλο αυτό το παιχνίδι θα μπορούσε να χαλάσει μόνο με μια ανακοίνωση από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Η Κύπρος έγινε πλέον για εμάς μια υπόθεση εθνικής αντίστασης. Εάν σπάσει αυτή η αντίσταση θα εμφανιστεί η δύναμη του ΑΚΡ… Εάν το ΑΚΡ δεν μπορέσει να κάνει αυτό που θέλει στην Κύπρο, τότε θα χάσει την πολιτική του ύπαρξη. Για αυτό η επίλυση του Κυπριακού με οποιοδήποτε τρόπο, ήταν ζωτικό ζήτημα για το ΑΚΡ… Εάν χαθεί η Κύπρος, τότε οι ένοπλες δυνάμεις θα χάσουν την πειστικότητά τους και ποιος θα μπορεί να ισχυριστεί ότι θα είναι ωφέλιμες; Μας περιμένουν δύσκολες μέρες». (σελ. 267)

Συνεπώς το Σχέδιο Ανάν μετατράπηκε σε πεδίο «επιβίωσης ή θανάτου» των δύο αντιμαχόμενων πολιτικών στην Τουρκία. Ή θα επικρατούσε το ΑΚΡ και θα άλλαζε την μοίρα του στην εξουσία, ή θα επικρατούσε ο στρατός και η κυβέρνηση Έρντογαν θα εξαφανιζόταν από το πολιτικό προσκήνιο. Τελικά όμως, η ανακοίνωση που ανέμεναν οι στρατηγοί από τον Οζγκιόκ δεν ήρθε ποτέ. Στις 4 Απριλίου 2004, σε σύσκεψη του με τους επίδοξους πραξικοπηματίες, ο στρατηγός Οζγκιόκ τους ξεκαθάρισε ότι δεν θα προέβαινε σε καμιά ανακοίνωση εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής. Ο Ναύαρχος περιγράφει τη στιγμή ως εξής: «Δεν ξέρω εάν είναι δημοκράτης ή αν φοβάται, πάντως ο Αρχηγός δεν επιτρέπει καμιά ανακοίνωση ενάντια στην κυβέρνηση… Πλέον δεν έχει νόημα να επιμένουμε». (σελ. 272-273)

Οι επίδοξοι πραξικοπηματίες ηττήθηκαν και από «τα μέσα». Ο ίδιος ο στρατός παρουσίαζε τέτοιες εσωτερικές διαφοροποιήσεις που μερικά χρόνια πριν θα ήταν αδιανόητες. Όμως πέραν τούτου, το ημερολόγιο πραξικοπήματος του Ναυάρχου υποδεικνύει με σαφήνεια, όχι μόνο το πώς ο στρατός έχασε το παιχνίδι, αλλά και πως το ΑΚΡ μπήκε σε μια προσπάθεια εργαλειοποίησης του Κυπριακού για να προστατεύσει τη θέση του. Ίσως για πρώτη φορά στη σύγχρονη τουρκική ιστορία, οι χειρισμοί της κυβέρνησης που οδηγούσαν σε αποδοχή μιας διεθνούς πρωτοβουλίας για επίλυση του Κυπριακού, γίνονταν για εδραίωση της εξουσίας της και όχι για το αντίθετο.

Από το ημερολόγιο γίνεται ξεκάθαρο ότι για τον στρατό, το Σχέδιο Ανάν ήταν μια ευκαιρία αποκαθήλωσης του ΑΚΡ. Για το ίδιο το κυβερνών κόμμα όμως, το σημαντικό ήταν να διατηρήσει το προβάδισμα που απέκτησε έναντι του τότε Ελληνοκύπριου διαπραγματευτή και να κατοχυρώσει την πολιτική του συνέχεια μέσα από ένα «ναι» στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Στο ίδιο πλαίσιο, ένα «όχι» από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα, θα διευκόλυνε περισσότερο τους ευρύτερους του σχεδιασμούς. Υπάρχουν πλέον ισχυρές ενδείξεις ότι το ΑΚΡ επιδίωξε και σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να επιβληθεί στο παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών στο Κυπριακό με επίκεντρο την εργαλειοποίηση του προβλήματος στην τελική διαπραγμάτευση του Σχεδίου Ανάν και στο δημοψήφισμα. Τα λόγια του τότε Πρέσβη και συνεργάτη του ΑΚΡ για το Κυπριακό, Μπακί Ιλκίν, προς το Ναύαρχο Ορνέκ κατά τη διάρκεια μιας συνάντησής τους το Νοέμβριο του 2004, είναι περισσότερο από διαφωτιστικά: «Με βάση τα θέματα που υπήρχαν στο Σχέδιο Ανάν, δε θα γινόταν αποδεχτό από την ελληνοκυπριακή διοίκηση. Δεν μπορούσαν να αποδεχτούν την ίδρυση ενός νέου κράτους και την καθυστέρηση στην επιστροφή περιουσιών. Εμείς το μυριστήκαμε αυτό και πήραμε ρίσκο. Και το ρίσκο που πήραμε δεν ήταν μεγάλο. Αρχίσαμε τους σχεδιασμούς μας έχοντας κατά νου ότι εμείς θα πούμε ‘ναι’ και αυτοί ‘όχι’. Κοινοποιήσαμε στο Υπουργείο Εξωτερικών ότι στόχος μας δεν ήταν η λύση του Κυπριακού, αλλά η κατάργησή του ως εμποδίου στο δρόμο προς την Ε.Ε. Τελικά η υπόθεση μας πραγματοποιήθηκε και η ελληνοκυπριακή διοίκηση είπε ‘όχι’…». (σελ. 304)



Νίκος Μούδουρος
Δημοσιεύθηκε στην εφ.Χαραυγή στις 22.6.2012