Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Εξελίξεις στην Τουρκοκυπριακή Κοινότητα, 21-28 Ιανουαρίου 2013

 

Η Καρπασία, ο εποικισμός και το εδαφικό

Την Κυριακή, 27 Ιανουαρίου 2013, μια συνεργασία κομμάτων και οργανώσεων που συναποτελούν την πλατφόρμα προστασίας του εθνικού πάρκου της Καρπασίας κινητοποιήθηκε στην περιοχή με στόχο να διαμαρτυρηθεί για την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος που προκαλεί η κατασκευαστική εταιρεία, η οποία ανέλαβε τη διαπλάτυνση του δρόμου μέχρι τον Απόστολο Αντρέα. Μέχρι εδώ όλα φαντάζουν φυσιολογικά. Όμως η κινητοποίηση των οργανώσεων αυτών αντιμετώπισε το «μένος» της αστυνομίας και κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι μάλιστα έφτασαν στο χώρο των διαμαρτυριών των περιβαλλοντιστών μετά από κάλεσμα από το τζαμί! Εντύπωση προκάλεσαν και οι αψιμαχίες… οι περιβαλλοντιστές «κατηγορήθηκαν ως προδότες των Ελληνοκυπρίων»![1] Φαίνεται ότι υπήρξε μια συνειδητή προσπάθεια εκ μέρους των τοπικών παραγόντων του Κόμματος Εθνικής Ενότητας και της τουρκικής πρεσβείας να παρουσιαστεί το θέμα ως «εναντίωση προς την ανάπτυξη μιας περιοχής στην οποία ζουν Τούρκοι». Άλλωστε είναι γνωστή η σύνθεση του πληθυσμού στην ευρύτερη περιοχή της Καρπασίας.

Το ευρύτερο πλαίσιο της μικρής κλίμακας αντιπαράθεσης στην Καρπασία, αναδεικνύει δύο πολύ σημαντικά πολιτικά στοιχεία: Πρώτο, υπενθυμίζει ότι οι αψιμαχίες μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Τούρκων που δεν έχουν ενσωματωθεί στο τουρκοκυπριακό πλαίσιο, υποβόσκουν. Μπορεί να μην καταγράφονται στη δημόσια σφαίρα, αλλά οι κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις συμβάλλουν στη διατήρησή τους και ίσως στην εμφάνιση εθνικιστικών εξάρσεων, άγνωστων στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Δεύτερο, ενισχύεται η μεταφορά επενδύσεων και ανάπτυξης – πολλές φορές άναρχης – σε περιοχές που στο παρελθόν αποτελούσαν «χαρτιά διαπραγμάτευσης» της τουρκικής πλευράς στο εδαφικό. Τόσο η Καρπασία, όσο και η Μόρφου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συζητήθηκαν για χρόνια ως περιοχές «εδαφικής αναπροσαρμογής». Τα τελευταία δύο χρόνια υπάρχει μια εντατικοποίηση της προσπάθειας οικονομικής ανάπτυξης διαμέσου του τουρκικού κεφαλαίου σε αυτές τις περιοχές, με τις ανάλογες βέβαια προεκτάσεις και στο Κυπριακό. 


Η διαμάχη του παλιού και του νέου ως υπόθεση της Δεξιάς (!)

Μετά την οριστική απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου των κατεχομένων στις 23 Ιανουαρίου 2013 για την εκλογή Προέδρου του Κόμματος Εθνικής Ενότητας, η αντιπαράθεση μεταξύ του Ιρσέν Κιουτσιούκ και της ομάδας Αχμέτ Κασιήφ που στηρίζει ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, εισέρχεται σε μια νέα φάση εξίσου σοβαρή. Η απόφαση του δικαστηρίου υπογραμμίζει ότι στο συνέδριο του Οκτωβρίου 2012 ο νικητής της ψηφοφορίας (Κιουτσιούκ), δεν έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία όπως προνοεί το καταστατικό του κόμματος για την εκλογή του Προέδρου του. Συνεπώς θα πρέπει τελικά να γίνει και δεύτερος γύρος ψηφοφορίας με τους ίδιους κομματικούς αντιπρόσωπους για να κριθεί τελικά ο νικητής, ο οποίος ταυτόχρονα θα είναι και «πρωθυπουργός»[2].
Αυτή η νέα φάση στην εσωτερική αντιπαράθεση της Δεξιάς είναι σημαντική γιατί πυροδότησε συγκεκριμένες δυναμικές που ξεκαθαρίζουν το περιεχόμενο της. Λίγες ώρες πριν τη δικαστική απόφαση, ο Κιουτσιούκ τόνισε τα εξής αποκαλυπτικά: «Ο κύριος Κασιήφ και όλοι, πρέπει να γνωρίζουν ότι οι αλυσίδες του στάτους-κβο της πολιτικής στη χώρα μας θα σπάσουν και το μεγάλο Κόμμα Εθνικής Ενότητας θα αναπτυχθεί σε πείσμα αυτών που θέλουν το χάος και θα συνεχίσει να προασπίζεται τη μεγαλύτερη του υπηρεσία που είναι η σταθερότητα»[3]. Επομένως στη μια πλευρά του νήματος βρίσκεται η βούληση για την ολοκληρωτική αλλαγή του καθεστώτος που οικοδομήθηκε από το 1974.

Στην άλλη πλευρά του νήματος βρίσκονται οι εκπρόσωποι του «παλαιού καθεστώτος» υπό την ηγεσία του Ντερβίς Έρογλου. Δηλαδή οι κύκλοι εξουσίας που ανδρώθηκαν στην κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα που δημιούργησε η εισβολή: Μια κρατική δομή εκτουρκισμού με συγκεκριμένους προσανατολισμούς στην οικονομία, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν κυρίως από την καλλιέργεια εξάρτησης μέσα από τη δημόσια υπηρεσία. Σε αυτό το πλαίσιο η χαρακτηριστικότερη μορφή της διεκδίκησης για συνέχιση του «παλαιού καθεστώτος» είναι ο δικηγόρος του Αχμέτ Κασιήφ, ο Φουάτ Βεζίρογλου. Ιστορική προσωπικότητα του κύκλου Ντενκτάς, υπηρέτησε σε διάφορα «κρατικά» πόστα και δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο ανακήρυξης και σταθεροποίησης του «Τ/Κ Ομόσπονδου Κράτους» του 1975 και της «Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου» του 1983. Εδώ και χρόνια αποσπάστηκε στη δικηγορία. Ήταν από τους πρωταγωνιστές της συμμαχίας Ντενκτάς ενάντια στο Σχέδιο Ανάν και φυσικά εναντίον της κυβέρνησης Έρντογαν την κρίσιμη περίοδο 2002-2004. Η παρουσία του στο πλευρό των Κασιήφ-Έρογλου, αποδεικνύει ότι η «επιχείρηση κάθαρσης» του ΑΚΡ, ενάντια στο παλιό εθνικιστικό και αντι-ισλαμικό μπλοκ τύπου Εργκενεκόν στα κατεχόμενα, δεν έχει ολοκληρωθεί έστω και αν σε μεγάλο βαθμό η επικράτηση του πολιτικού Ισλάμ είναι γεγονός.

Φαίνεται όμως ότι οποιαδήποτε και να είναι η κατάληξη του 2ου γύρου εκλογής ηγέτη στο Κόμμα Εθνικής Ενότητας, οι ρήξεις που δημιουργήθηκαν είναι τέτοιες που οδηγούν σε μια διαδικασία σημαντικών αλλαγών σε ολόκληρη την μέχρι σήμερα γνωστή Τουρκοκυπριακή Δεξιά. Το κόμμα αντιμετωπίζει μεγάλης κλίμακας φθορά, ενώ η τουρκική κυβέρνηση δεν κρύβει καθόλου την ενόχλησή της από την έλλειψη πολιτικής σταθερότητας που είναι αναγκαία για την απρόσκοπτη εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος. «Η αντιπαράθεση αυτή πρέπει να λήξει το συντομότερο δυνατό» ήταν η ξεκάθαρη τοποθέτηση του Αντιπροέδρου της τουρκικής κυβέρνησης, Μπεσίρ Αταλάϊ, σε πρόσφατη συνέντευξη του στην τουρκοκυπριακή εφημερίδα Χαβαντίς[4].
 

Μια νέα προεκλογική εκστρατεία αρχίζει…

Στο μέτωπο των πρόωρων δημοτικών εκλογών στη Λευκωσία, υπάρχουν πλέον κάποιες πιο ξεκάθαρες τάσεις, έστω και αν το μεγάλο κόμμα της Δεξιάς, το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, ακόμα δεν τοποθετήθηκε ξεκάθαρα. Το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα έχει ξεκαθαρίσει ότι προτεραιότητα του δεν είναι η εξεύρεση κοινά αποδεκτού υποψήφιου Δημάρχου από τις ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις. Παρόλο που δεν έκλεισε οριστικά την πόρτα στο διάλογο με άλλα αριστερά κόμματα και οργανώσεις, εντούτοις παρουσιάζεται αποφασισμένο να κατέλθει με δικό του υποψήφιο στη Λευκωσία. Ο Γενικός Γραμματέας του κόμματος, Ασίμ Ακάνσοϊ, δήλωσε σε τηλεοπτικό πρόγραμμα ότι «υπάρχει μεγάλος ενθουσιασμός και πίεση από τις τοπικές μας οργανώσεις για δικό μας υποψήφιο»[5].

Η στάση του Ρεπουμπλικανικού στο παρόν στάδιο, εξηγείται στη βάση δύο αξόνων: Ο πρώτος είναι η συνεχής αμφισβήτηση που δέχεται ακόμα και ως αντιπολίτευση από την ήττα στις γενικές εκλογές του 2009, αλλά και η εσωστρέφεια που το χαρακτηρίζει όλο αυτό το διάστημα. Έτσι, οι πρόωρες δημοτικές στη Λευκωσία, η σχετικά καλύτερη κινητοποίηση που έδειξε το κόμμα στα συγκεκριμένα προβλήματα του Δήμου και η κατάσταση στο Κόμμα Εθνικής Ενότητας, παρουσιάστηκαν ως ευκαιρία στην ηγεσία του κόμματος για να προβληθεί ως μια ισχυρή εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Άλλωστε το Ρεπουμπλικανικό δεν έκρυψε το στόχο επανόδου στη διακυβέρνηση, έστω και αν ακόμα δεν έχει παρουσιάσει ολοκληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα. Ο δεύτερος άξονας είναι η έλλειψη συνεννόησης του κόμματος με τα υπόλοιπα κόμματα της Αριστεράς και το συνδικαλιστικό κίνημα. Οι πληγές που άφησε στις σχέσεις τους η θητεία του Ρεπουμπλικανικού στη διακυβέρνηση δεν επουλώθηκαν, ενώ φαίνεται να προκύπτουν ιδεολογικές διαφορές σε σχέση με την οικονομία και κυρίως με το περιεχόμενο των σχέσεων της κοινότητας με την Άγκυρα. Στο ίδιο μήκος κύμματος περίπου βρίσκεται και το Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας, το οποίο επίσης πιστεύει ότι οι πρόωρες δημοτικές είναι «η δική του ευκαιρία». Το ισχυρότερο χαρτί που έχει να παρουσιάσει μέχρι στιγμής είναι ο Μουσταφά Ακκιντζί, ο οποίος ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει εάν πρόκειται να επιστρέψει στην ενεργό πολιτική δραστηριότητα.

Σε αντίθεση με τα πιο πάνω, το Κόμμα Ενωμένη Κύπρος συνεχίζει τις επαφές του με τα συνδικάτα και άλλες οργανώσεις για να διερευνήσει την πιθανότητα δημιουργίας προοδευτικού μετώπου και κοινού υποψηφίου στο Δήμου Λευκωσίας. Μέχρι στιγμής, οι συντεχνίες δασκάλων, καθηγητών και δημοσίων υπαλλήλων (KTAMS) συμφώνησαν με το Κόμμα Ενωμένη Κύπρος για την αναγκαιότητα μιας τέτοιας εξέλιξης. Μια επιπλέον δυναμική στην προσπάθεια συνεργασίας κομμάτων και συνδικάτων της Αριστεράς, είναι και η αποκάλυψη της πληροφορίας ότι ο ηγέτης της συντεχνίας των δημοτικών υπαλλήλων (BES), Σαβάς Μπόζατ, ενδιαφέρεται να είναι ο κοινός υποψήφιος[6]. Μια τέτοια υποψηφιότητα σε συμβολικό επίπεδο είναι σημαντική, αφού επικεντρώνει την εκλογική διαδικασία στους ουσιαστικούς λόγους της αντιπαράθεσης των τελευταίων μηνών στη Λευκωσία: Την οικονομική κατάρρευση του Δήμου μέσα από τις προνομιακές σχέσεις κεφαλαίου, κατεστημένου και Άγκυρας.


«Το Σχέδιο Ανάν του ποδοσφαίρου»

Με αυτό τον τίτλο επέλεξε να δημοσιεύσει τη συνομιλία του με τον πρόεδρο της τουρκοκυπριακής ομοσπονδίας ποδοσφαίρου, ο αρχισυντάκτης της Γιενί Ντουζέν Τζένκ Μουτλούγιακαλι, στην οποία για μια ακόμα φορά υπογραμμίστηκε η επιθυμία διεθνούς ενσωμάτωσης των Τουρκοκυπρίων. Όπως έχει υποστηρίξει ο πρόεδρος της ομοσπονδίας, Χασάν Σέρτογλου, στο παρόν στάδιο δεν τίθεται ζήτημα ενοποίησης των τοπικών πρωταθλημάτων, αλλά αναζητούνται δρόμοι συμμετοχής των τουρκοκυπριακών ομάδων σε διεθνείς συναντήσεις με τη συνεργασία των Ελληνοκυπρίων και της ΚΟΠ και υπό την αιγίδα της ΟΥΕΦΑ και της ΦΙΦΑ[7].

Το σημαντικότερο στοιχείο στην υπόθεση συνεργασίας των δύο κοινοτήτων στο ποδόσφαιρο, είναι η εξέταση των αντανακλαστικών υπέρ της συνεννόησης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ευρύτερα. Στο γενικότερο πλαίσιο των εξελίξεων στα κατεχόμενα, φαίνεται ότι ακόμα και «μικρές» πρωτοβουλίες που άρουν τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της κοινότητας, μετατρέπονται σχεδόν άμεσα σε στοιχεία προοδευτικής δραστηριότητας. Οι δημόσιες αντιδράσεις που σημειώθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση είναι αξιοσημείωτες. Ως απάντηση στον αρνητισμό του Ντερβίς Έρογλου αναφορικά με την πιθανότητα ενοποίησης του κυπριακού ποδοσφαίρου, τουλάχιστον διεθνώς, ήταν οι άμεσες παρεμβάσεις της συντεχνίας των δασκάλων, του Κόμματος Ενωμένης Κύπρου του Ιζζέτ Ιζτζιάν και του Κόμματος Κοινοτικής Δημοκρατίας του Μεχμέτ Τσιακιτζί. Το Ρεπουμπλικανικό παρόλο που υποστήριξε τις συνομιλίες, φάνηκε να κρατά πιο αμυντική στάση κυρίως λόγω της προηγούμενης πολιτικής του Ταλάτ, όταν το 2008 σταμάτησε την τότε πρωτοβουλία.

Πάντως, ο πρόεδρος της τουρκοκυπριακής ομοσπονδίας, Χασάν Σέρτογλου, καταφέρνει να παραμένει στο προσκήνιο της επικαιρότητας και φαίνεται να είναι μια προσωπικότητα που προκαλεί ερωτηματικά για τις προθέσεις του. Σε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση της προσπάθειας της ΚΟΠ, ο Τουρκοκύπριος αρθρογράφος Αλί Τεκμάν, υπογράμμισε ότι μεταξύ Σέρτογλου και Έρογλου δεν υπάρχει καμιά διαφορά σε σχέση με την κοσμοαντίληψή τους και σε σχέση με τη μορφή λύσης του Κυπριακού που υποστηρίζουν. Άλλωστε, όπως σημειώνει ο Τεκμάν, ο Σέρτογλου αποτελεί προσωπική πολιτική επένδυση του Τουρκοκύπριου ηγέτη στην προσπάθεια του να κερδίσει νέους «αστέρες» σε δημόσια αξιώματα. Σε αυτό το πλαίσιο τοποθετούνται και οι προσπάθειες του Έρογλου να πείσει τον επικεφαλής του τουρκοκυπριακού ποδοσφαίρου να κατέλθει ως υποψήφιος Δήμαρχος Λευκωσίας. Ο Αλί Τεκμάν δεν κρύβει την ανησυχία του ότι τελικά και ακριβώς λόγω ιδεολογικού υπόβαθρου των εμπλεκομένων από τουρκοκυπριακής πλευράς, οι συνομιλίες στο ποδόσφαιρο δε θα έχουν θετική κατάληξη[8].

 
Δημοσίευση στη Δέφτερη Ανάγνωση
http://www.defterianaynosi.com/article.php?id=530



[1] Yeni Düzen, “Bu da oldu”, 28.1.2013
[2] Kıbrıs Postası, “Mahkeme kararını verdi. İkinci tur kesinleşti”, 23.1.2013.
[3] Yeni Düzen, “Kaşif’e aba altında sopa!”, 23.1.2013.
[4] Hasan Hastürer, “Beşir Atalay’ı hem dinledim hem düşündüm”, Havadis, 21.1.2013.
[5] Kıbrıs Postası, “CTP’nin heyecanı Lefkoşa’yı almaktır”, 22.1.2013.
[6] Yeni Düzen, “Bozat ortak aday mı?”, 23.1.2013.
[7] Cenk Mutluyakalı, “Futbolun Annan Planı”, Yeni Düzen, 24.1.2013.
[8] Ali Tekman, “KOP meselesindeki samimiyet ve statüko gerçeği”, 22.1.2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου