Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

«Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΤΟΥ ΑΚΡ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ»


ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΘΡΑΚΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΜΕ ΘΕΜΑ:
«ΠΤΥΧΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ»

ΚΟΜΟΤΗΝΗ – 19 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2012
 

Του Νίκου Μούδουρου
Μέλους Επιστημονικού Συμβουλίου Προμηθέας

Ο υγιής ανθρώπινος νους, λέει κάπου με χλευασμό ο Χέγκελ, είναι ο πιο μεγάλος μεταφυσικός. Στο όνομα των πραγμάτων είναι που βρίσκει συμπυκνωμένη με τρόπο αδιόρατο όσο και φαινομενικά σαφή την υποτιθέμενη ουσία ενός πράγματος. Ένας προβληματισμένος πολίτης όμως, έχει καθήκον να προσπαθήσει μέσα από ονομασίες να βρει τις πραγματικές έννοιες και το βαθύτερο περιεχόμενο. Δεν πρέπει να επιλέγει τον εύκολο δρόμο της επιφάνειας. Τα τελευταία χρόνια στον ευρύτερο ελληνόφωνο χώρο, βομβαρδιζόμαστε από φράσεις του τύπου «η νέα Τουρκία», «η άλλη Τουρκία», «η Τουρκία αλλάζει», χωρίς ωστόσο να μπαίνουμε πάντοτε στη διαδικασία αναζήτησης του τι είναι αυτό που αλλάζει στην Τουρκία και ποια κατεύθυνση έχει. Θα πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε ότι έστω και η απλή παραδοχή ότι κάτι αλλάζει στην Τουρκία, αποτελεί βήμα προς τα εμπρός γιατί αμφισβητεί προηγούμενες αναγνώσεις της χώρας που είχαν ως κεντρικό χαρακτηριστικό ότι αυτή βρίσκεται μονίμως παγωμένη στο χρόνο, αποκομμένη από την ιστορική και κοινωνική εξέλιξη. Παρόλα αυτά, η παραδοχή της αλλαγής της Τουρκίας δεν είναι αρκετή. Στην έγνοια μας θα πρέπει πάντοτε να βρίσκεται η αναζήτηση των βαθύτερων λόγων των αλλαγών και των προσανατολισμών τους. 

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έτσι όπως αναπτύχθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες είχε καθοριστικές επιπτώσεις γενικά στην εξέλιξη της Τουρκίας και ειδικά στην πορεία της πολιτικής έκφρασης του Ισλάμ. Καθοριστικό σημείο ήταν η νέα οικονομική δομή της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, του κατακερματισμού της παραγωγής και συνεπώς της εργασίας. Αυτή η διαδικασία είχε σημαντικές συνέπειες στην τουρκική πολιτική οικονομία με βασική συνιστώσα την εμπλοκή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της Ανατολίας στη «νέα» παγκόσμια αλυσίδα της παραγωγής.

Οι μικρές βιομηχανικές μονάδες, οι οικογενειακές επιχειρήσεις και οι βιοτεχνίες της περιοχής κατάφεραν να ενισχύσουν τη θέση τους στο εξαγωγικό εμπόριο και να αυξήσουν την κερδοφορία τους μέσα από βιομηχανικές «υπο-εργολαβίες» από πολυεθνικές εταιρείες. Η άνοδος της πολιτικής συνείδησης αυτού του τμήματος της κοινωνίας, του κεφαλαίου της Ανατολίας, εκφράστηκε σε ένα πρώτο επίπεδο με τη δημιουργία του Ανεξάρτητου Συνδέσμου Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών (MÜSİAD). Ο συγκεκριμένος σύνδεσμος ουσιαστικά αντικατόπτριζε τον σχηματισμό διαφοροποιημένων συμφερόντων ανάμεσα στην τουρκική αστική τάξη με κάποιες ενδείξεις «αντιπολιτευτικής απόστασης» από το κοσμικό κράτος. Καταρχήν θα πρέπει να υπογραμμιστεί η σημασία του όρου «ανεξάρτητος», η οποία έχει ξεχωριστή θέση στην πολιτική έκφραση του Ισλάμ. Σε μια πρώτη παρατήρηση ο «ανεξάρτητος σύνδεσμος», παραπέμπει σε μια χωριστή από το κράτος φιλοσοφία και συνεπώς συνιστά ανεξαρτησία από την κυρίαρχη κρατική ελίτ. Αυτή η έννοια της ανεξαρτησίας καθορίζει μέχρι και σήμερα την στάση του ισλαμικού κινήματος ενάντια στο κεμαλικό δόγμα και αναδεικνύει τη διαφορετική προέλευση και προσανατολισμούς αυτού του τμήματος του τουρκικού κεφαλαίου και όχι μόνο.

Η παρατήρηση αυτή έχει τη δική της ιστορική σημασία. Η μικρομεσαία επιχείρηση είναι μια βασική κοινωνική δομή στη συντηρητική Ανατολία, της οποίας η «αντιπολιτευτική απόσταση» από το κοσμικό κράτος απέρρεε από την επιλογή του τελευταίου να στηρίξει καταρχήν τους κοσμικούς επιχειρηματικούς κύκλους. Σε αυτό το πλαίσιο διευκολύνθηκε τελικά η συμμαχία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της Ανατολίας με την πολιτική έκφραση του Ισλάμ, έχοντας ως αρχική βάση την ευρύτερη περιθωριοποίηση των πιστών Μουσουλμάνων από την κεμαλική έκδοση του εκσυγχρονισμού. Δηλαδή την πολιτική της «θυματοποίησης» και εξοστρακισμού των θρησκευτικά συντηρητικών τμημάτων της κοινωνίας από την ανάπτυξη.

Έτσι η ισλαμική θρησκεία αποτέλεσε καταρχήν ένα κοινό οργανωτικό παρονομαστή των συγκεκριμένων επιχειρήσεων για ανταλλαγή πληροφοριών, συμμετοχή σε επιχειρηματικά συμβόλαια και για προώθηση στις διεθνείς αγορές. Παράλληλα, η ενεργοποίηση του Ισλάμ συνέβαλε στη δημιουργία ενός ισχυρού κοινωνικού δικτύου που μπορούσε, στα πλαίσια της μικρομεσαίας επιχείρησης, να αντικαταστήσει το συνδικάτο με το ισλαμικό τάγμα, να αντικαταστήσει τις δομημένες εργασιακές σχέσεις με τις έννοιες της ισλαμικής ηθικής και αλληλεγγύης μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου. Σε ένα άλλο επίσης σημαντικό επίπεδο, η κινητοποίηση των θρησκευτικών-παραδοσιακών αξιών μετασχηματίστηκαν σε ένα ολοκληρωμένο άξονα ηθικοποίησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ο Προφήτης Μωάμεθ, όντας και ο ίδιος έμπορος μπορούσε να αποτελέσει πιο εύκολα ένα σύμβολο ταύτισης της κερδοφορίας με την «ανώτατη υπηρεσία προς το Θεό».

Αυτή η λειτουργία του Ισλάμ έχει πολλαπλές πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Το ισχυροποιημένο τμήμα του κεφαλαίου της Ανατολίας υποστήριξε από την αρχή τη νεοφιλελεύθερη έκδοση του εκσυγχρονισμού της Τουρκίας. Κατάφερε να κινητοποιήσει τις παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας και να τις καταστήσει δομικό κομμάτι της οικονομικής ανάπτυξης. Την ίδια όμως στιγμή, οι συγκεκριμένοι επιχειρηματικοί κύκλοι κατάφεραν να αμφισβητήσουν ένα σημαντικό σημείο της ιστορικής πορείας της Τουρκίας ως εξής: Στη δική τους αντίληψη, η πλήρης απελευθέρωση των αγορών, η μείωση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, μεταφράζονταν ως διαδικασίες «αποκεμαλοποίησης» της χώρας και συνεπώς ως διαδικασίες εκδημοκρατισμού του δημόσιου χώρου.

Το ΑΚΡ και οι κοινωνικές δυνάμεις που το στηρίζουν, κατάφεραν να προσδώσουν ένα διαφορετικό «εθνικό» χαρακτήρα στις διεκδικήσεις τους. Στο σημείο αυτό αξίζει να παρακολουθήσουμε σε συντομία αυτή τη διαδικασία. Ο Ερόλ Γιαράρ, πρώτος πρόεδρος του MÜSİAD, περιγράφοντας την πορεία δημιουργίας του συνδέσμου είχε πει: «Ο MÜSİAD γεννήθηκε από μια αναγκαιότητα. Στην Τουρκία της δεκαετίας του 1980 ήρθε στο προσκήνιο ο ιδιωτικός τομέας… όμως δεν υπήρχε θεσμός που να εκπροσωπεί το εθνικό κεφάλαιο. Μαζευτήκαμε με τους φίλους και συζητήσαμε ποιος θα εκπροσωπούσε τις αξίες του εθνικού κεφαλαίου… έτσι ιδρύσαμε τον MÜSİAD». Ουσιαστικά εδώ γίνεται λόγος για την «πραγματική, την γνήσια» εθνική αστική τάξη.

Η αναφορά αυτή είναι σημαντική καθώς δείχνει ότι η ενεργοποίηση του Ισλάμ και όλων των παραδοσιακών αξιών, ήταν διαδικασίες που συνέβαλαν στην μετατροπή των συμφερόντων της «ισλαμικής» αστικής τάξης σε συμφέροντα καθολικά, σε συμφέροντα εθνικά. Η ταύτιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ανατολία με τους πολιτισμικούς κώδικες ολόκληρης της κοινωνίας, τελικά αποτελεί μια δυναμική που φαίνεται να ξεπερνά την εν πολλοίς «άμορφη» και ξένη προς τη συντηρητική πλειοψηφία κεμαλική τάξη πραγμάτων.

Η ιδιαίτερη περίπτωση λοιπόν, μιας πτυχής του μετασχηματισμού που γνωρίζει σήμερα η Τουρκία είναι η μετατροπή του Ισλάμ σε σταθεροποιητικό παράγοντα του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού έτσι όπως επικράτησε μετά την κρίση του 2001. Το ΑΚΡ είναι ο αποκλειστικός φορέας και εκφραστής του «γάμου» μεταξύ θρησκείας και νεοφιλελευθερισμού την τελευταία δεκαετία. Σε αυτό το σημείο το κομματικό πρόγραμμα είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό: «η δύναμη της επιχειρηματικότητας του έθνους μας, είναι η σημαντικότερη πηγή της οικονομικής ανάπτυξης». Επομένως η επιχειρηματικότητα επιβάλλεται ως μια παραδοσιακή αξία, ως αναπόσπαστο κομμάτι της τουρκικής εθνικής κουλτούρας. Ο επιχειρηματίας Χασίμ Κόμπασαν, ιδιοκτήτης του γνωστού ισλαμικού ομίλου, υπογραμμίζει πως «κανένας δε θυμάται τη Γερμανία για τους φιλόσοφούς της, αλλά για τις Μερσεντές της». Υπονοεί με αυτό τον τρόπο ότι η επιχειρηματική ανάπτυξη είναι πράξη θρησκευτικής λατρείας, αλλά και εθνικής υπερηφάνειας.   

Από τις πιο πάνω διαπιστώσεις, εξάγεται ακόμα ένα βασικό στοιχείο μετασχηματισμού. Τα ισχυροποιημένα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της Ανατολίας δε χαρακτηρίζονται μόνο από τις καλές και σε πολλές περιπτώσεις προνομιακές σχέσεις με την κυβέρνηση Έρντογαν. Χαρακτηρίζονται επιπλέον από τις πολυσύνθετες τοπικές και περιφερειακές εξουσίες, από τον ενεργό ρόλο που έχουν στη χάραξη και στην υλοποίηση της οικονομικής στρατηγικής της χώρας, αλλά και της εξωτερικής της πολιτικής.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ισχυροποίησης της θέσης αυτού του τμήματος του τουρκικού κεφαλαίου: Το 2002, οι βιομηχανίες της Ανατολίας που εντάσσονταν στις 500 ισχυρότερες της χώρας ήταν 234. Το 2009 αυξήθηκαν σε 289. Αν ληφθεί υπόψη ότι με στοιχεία του 2009 και 2010, οι ισχυρότερες 1000 βιομηχανίες της Τουρκίας αποτελούν το 10% του ΑΕΠ, τότε γίνεται πιο εύκολα κατανοητή η ενδυνάμωσή τους.

Υπό αυτή την έννοια θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η «ισλαμική» αστική τάξη, είναι η «αστική τάξη του σήμερα» στην Τουρκία. Είναι η κοινωνική δυναμική που κατάφερε τη συνένωση της φιλελεύθερης οικονομικής στρατηγικής με την παραδοσιακή κουλτούρα και την ισλαμική θρησκεία μέσα σε ένα σταθερότερο πολιτικό περιβάλλον σε σχέση με το παρελθόν.

Συνεπώς η «νέα» Τουρκία χαρακτηρίζεται από μια κοινωνική πραγματικότητα, η οποία προβάλλει πλέον ως δημιούργημα της οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής ενίσχυσης του μετασχηματισμένου Ισλάμ. Αυτή η πραγματικότητα περιέχει στοιχεία όπως ο ισλαμικός καταναλωτισμός, η ισλαμική διανόηση και συνεπώς μια διαφορετικού τύπου τουρκική ταυτότητα, η οποία εκφράζεται ποικιλοτρόπως. Με λίγα λόγια, η πολιτική έκφραση του Ισλάμ και η οθωμανική κληρονομιά αποτελούν πλέον δομικά στοιχεία του προσδιορισμού της ταυτότητας της Τουρκίας. Το παράδειγμα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας είναι διαφωτιστικό.

«Τα παιδιά των Οθωμανών δεν μπορούν να καταδικαστούν να μένουν στην Άγκυρα» δήλωνε ο Ταγίπ Έρντογαν τον Φεβρουάριο του 2010, ενώ τον Ιούνιο του 2011 διαπίστωνε ότι «το Σαράγεβο, η Βαγδάτη, η Καμπούλ, η Δαμασκός, το Κάιρο, η Βεγγάζη και ολόκληρος ο κόσμος έχουν στραμμένα τα μάτια τους στην Κωνσταντινούπολη». Σε αυτά τα λόγια αναδεικνύονται συμβολικά οι μεγάλες αλλαγές στην πολιτική της Τουρκίας. Πρώτον, μετατόπιση του κέντρου βάρους από την Άγκυρα στην Κωνσταντινούπολη, μετατόπιση που σηματοδοτεί μια ευθεία ρήξη με τον κεμαλισμό, που είχε επίκεντρο την Άγκυρα. Δεύτερον, μετάβαση από τον ρεπουμπλικανικό, κεμαλικό εθνικισμό σε ένα αυτοκρατορικού τύπου μεγαλείο, το οποίο μόνο μια πάλαι ποτέ αυτοκρατορική πρωτεύουσα μπορεί να ενσαρκώσει.

Η επαναφορά της Κωνσταντινούπολης έπειτα από 100 σχεδόν χρόνια ως κέντρου αναφοράς, όχι μόνο της Τουρκίας αλλά κι ενός ευρύτερου χώρου, σημαίνει ότι η πολιτική εξουσία διεκδικεί ενός νέου τύπου ηγεμονία, σε ένα νέο χώρο. Πρόκειται για σημαντική αλλαγή, που αναδεικνύει έναν ιδιότυπο εθνικισμό, ο οποίος διεκδικεί ιστορική νομιμοποίηση από το οθωμανικό παρελθόν, για την παραγωγή ενός εν δυνάμει τουρκικού γεωπολιτικού χώρου.

Αυτός ο τουρκικός εθνικισμός του μεγαλείου που φέρει ως δομικό και κυρίαρχο στοιχείο το Ισλάμ, δεν επιδιώκει την αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με όρους παραδοσιακής επεκτατικής πολιτικής. Με το συμβολικό και ιστορικό οπλοστάσιο που αυτή προσφέρει, επιδιώκεται η ηγεμονία της Τουρκίας σε μια μεγάλη περιοχή. Με άλλα λόγια, η πολιτική του ΑΚΡ που επηρεάζει καθοριστικά την τουρκική ταυτότητα και την έκφρασή της στην εξωτερική πολιτική, είναι μια μεταφορά του νεοφιλελευθερισμού στην τουρκική διάλεκτο. Μέσα από την επικαιροποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το κόμμα κατασκευάζει ένα νέο «όραμα», στο οποίο εμπερικλείεται ο στόχος για ένα μεγάλο πολιτισμικό και οικονομικό χώρο προς εξάπλωση. Η μηχανή προώθησης αυτού του οράματος είναι η οικονομία, ενώ η ιστορική νομιμοποίηση της ηγεμονίας της Τουρκίας είναι η οθωμανική κληρονομιά και το Ισλάμ.

Προς εκπλήρωση του πιο πάνω στόχου η κυβέρνηση Έρντογαν αναλαμβάνει μια νέα αποστολή: να λειτουργεί ως εμπορικό κράτος, μέρος μιας παγκόσμιας στρατηγικής για την παραγωγή ενός ιδιαίτερου γεωπολιτικού χώρου, του οποίου η Τουρκία εγγυάται την σταθερότητα για την απρόσκοπτη εμπορευματοποίησή του.

Στο πλαίσιο αυτό, η εξωτερική πολιτική της χώρας συγκροτείται με τον εξής άξονα: να συμβάλει ηγεμονικά στον «εκπολιτισμό» του μουσουλμανικού κόσμου, στην πολιτική και πολιτισμική μεταρρύθμισή του. Η Τουρκία λοιπόν, ως προστάτιδα δύναμη του κόσμου του Ισλάμ, προωθεί ταυτόχρονα εντός του μουσουλμανικού κόσμου ένα παγκόσμιο, οικονομικό πολιτισμό.

Ωστόσο, οι συγκεκριμένες «αυτοκρατορικές εκφάνσεις» των αλλαγών στην κοινωνία της Τουρκίας και στον τρόπο προσδιορισμού της τουρκικής ταυτότητας αφήνουν ανοιχτά ερωτήματα ως προς τη δημοκρατική αφοσίωση. Το ΑΚΡ δεν διακρίνεται πάντοτε από τις δημοκρατικές ιδεολογικές αναφορές και πολιτικές του πρακτικές. 

Η αφοσίωση του κόμματος αυτού στην υπόθεση συνολικού και ολοκληρωτικού εκδημοκρατισμού της Τουρκίας, είναι ζήτημα ανοιχτό σε αμφισβητήσεις.  Είναι γεγονός ότι μετά από τόσα χρόνια κυβερνητικής εξουσίας, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης δεν είναι το ίδιο με το κόμμα που δημιουργήθηκε το 2001. Η διεύρυνση των σχέσεών του με τους θεσμούς του κράτους, η πολύχρονη διαχείριση των δομών εξουσίας και η χρησιμοποίησή τους για δημιουργία ενός άλλου κατεστημένου, η σύνδεσή του με τα επιχειρηματικά συμφέροντα συγκεκριμένων κύκλων, η οπισθοδρόμηση στις μεταρρυθμίσεις για τον εκδημοκρατισμό, καθώς και η διαμορφούμενη σχέση του με άλλους πρώην «κεμαλικούς» θεσμούς όπως ο στρατός, είναι στοιχεία που αμφισβήτησαν τα τελευταία χρόνια τη δημοκρατικότητα του κυβερνώντος κόμματος. «Γενικά η Τουρκία και ειδικά οι δημοκράτες έχουν σήμερα ένα κοινό αδιέξοδο. Το ΑΚΡ είναι το πιο ‘δημοκρατικό’ κόμμα. Όμως στην πραγματικότητα δεν είναι αρκετά δημοκρατικό»[1]. Αυτά είχε γράψει ο Αχμέτ Αλτάν, Τούρκος διανοούμενος, στην εφημερίδα ΤΑΡΑΦ, εκφράζοντας με χαρακτηριστικό τρόπο την πολιτική φωτογραφία της χώρας στην οποία δεσπόζει η ανυπαρξία εναλλακτικής πρότασης εξουσίας που θα σπρώξει σε δημοκρατικότερες αλλαγές.


[1] Ahmet Altan, “Geriden muhalefet”, Εφημ. Taraf, 10 Δεκεμβρίου 2010.
 

2 σχόλια:

  1. Κε. Μούδουρου,

    σας συγχαίρω για την τέλεια παρουσίαση της σημερινής πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης στην σημερινή Τουρκία.

    Chapeau...

    ΑπάντησηΔιαγραφή