Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Η «γέννηση σε μια νεκρή βουλή» και οι προεκτάσεις της


Εξελίξεις στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα

 

Η «γέννηση σε μια νεκρή βουλή» και οι προεκτάσεις της

«Ορκίζομαι στην τιμή και την αξιοπρέπειά μου ότι θα προστατεύσω την ύπαρξη και την ανεξαρτησία του κράτους, την αδιαίρετη ακεραιότητα του λαού και της πατρίδας, την χωρίς όρους και προϋποθέσεις κυριαρχία του λαού, ότι θα παραμείνω αφοσιωμένος στις αρχές του δημοκρατικού, κοσμικού, κοινωνικού κράτους δικαίου και στις αρχές του Ατατούρκ, ότι θα προσπαθήσω για την ευημερία και την ευτυχία του λαού μου, ότι δε θα διαχωριστώ από το ιδανικό ο κάθε άνθρωπος να επωφελείται από τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες, ότι δε θα διαχωριστώ από την αφοσίωση προς το Σύνταγμα»[1].

Τα πιο πάνω αποτελούν τον κανονικό-συμβατικό όρκο που καλούνται να εκφωνήσουν οι Τουρκοκύπριοι εκλεγμένοι στη «βουλή». Η παράθεσή του όρκου αυτού είναι ιδιαίτερα σημαντική για να γίνουν πολιτικές και ιδεολογικές συγκρίσεις ιδιαίτερα σε μια περίοδο ρευστότητας αναφορικά με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Η Ντοούς Ντεριά, η 35χρονη φεμινίστρια του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος που το μικρό της όνομα σημαίνει «γέννηση», αποφάσισε με την εκφώνηση του δικού της όρκου στις 12 Αυγούστου 2013 να προκαλέσει ρήξεις στο υφιστάμενο ιδεολογικό καθεστώς, να προκαλέσει τη «γέννηση σε μια νεκρή βουλή» όπως περιέγραψε τον όρκο της η εφημερίδα Αφρίκα στο πρωτοσέλιδο της επομένης. Ενώπιον των συναδέλφων της, η Ντοούς είπε τα εξής:  

«Ορκίζομαι στην ανθρώπινη μου τιμή ότι θα εργαστώ για τον οποιοδήποτε ζει στην Κύπρο με στόχο να μη θυματοποιηθεί εξαιτίας της γλώσσας, της θρησκείας, της φυλής, του τόπου γέννησης, της κοινωνικής τάξης, της ηλικίας, της φυσικής ικανότητας, του φύλου ή του σεξουαλικού προσανατολισμού, ότι θα προσπαθήσω για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος δικαιοσύνης και ισότητας όπου η εργασία δε θα γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, ότι θα επιδιώξω την αντικατάσταση της κουλτούρας της σύγκρουσης και της βίας με τη θεμελίωση των αξιών της ειρήνης και της συναίνεσης, ότι θα μείνω αφοσιωμένη στις αξίες του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, ότι δε θα παραιτηθώ από το όραμα της εγκαθίδρυσης μιας ομοσπονδιακής Κύπρου»[2].

 
Οι διαφορές των δύο όρκων είναι ξεκάθαρες. Έστω και αν για πολλούς η προσπάθεια της Ντοούς περιορίζεται σε ένα συμβολικό επίπεδο, εντούτοις η ρήξη στο ιδεολογικό πλαίσιο δεν μπορεί να υποτιμηθεί γιατί αντικατοπτρίζει βαθύτερες διαδικασίες στην ίδια την τουρκοκυπριακή κοινωνία. Ο εναλλακτικός όρκος επιδίωξε σε ένα συγκεκριμένο βαθμό να καταργήσει ή να διευρύνει τα στενά όρια που επέβαλε το καθεστώς του 1983. Το ακραίο πλαίσιο που επικράτησε τότε στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα ήταν δημιούργημα των ευρύτερων συνθηκών που υπήρχαν στην Τουρκία από το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου του 1980. Με αυτό τον τρόπο, οι βασικοί ιδεολογικοί άξονες του ντενκτασικού κράτους βασίστηκαν και εν πολλοίς νομιμοποιήθηκαν από το χουντικό πλαίσιο της εποχής στην Τουρκία. Οι δομές του 1983 είχαν υπό αυτή την έννοια την αποστολή να αναπαράξουν την εξουσία του τότε Τουρκοκύπριου ηγέτη ως μια εξουσία ξεκάθαρα τουρκική, ως μια εξουσία αναπόσπαστο κομμάτι του τουρκικού έθνους, ενός ένθους όμως που οριζόταν από τα πιο ακραία εθνικιστικά στοιχεία του στρατού. Ο Ντενκτάς αποτελούσε τον ηγέτη αυτού του τμήματος του τουρκικού έθνους, στο οποίο οι Τουρκοκύπριοι υπήρχαν μόνο όπως ο ίδιος ο ηγέτης επέβαλλε. Κατά τον ίδιο τρόπο, το κράτος του Ντενκτάς ήταν ένας μηχανισμός αναπαραγωγής της ιδέας ενός ομοιογενούς τουρκικού έθνους μέσα στο οποίο συνυπήρχαν αρμονικά οι «έξω Τούρκοι» που στη συγκεκριμένοι περίπτωση ήταν το εκτός της Τουρκίας «εθνικό κομμάτι», οι Τουρκοκύπριοι.
 
Σε αυτό το σημείο, ο όρκος της Ντοούς εκφράζει μια προσπάθεια αμφισβήτησης. Μια ρήξη τόσο με το κοινωνικο-οικονομικό οικοδόμημα «πλιάτσικου» του 1983, όσο και με το ιδεολογικό εποικοδόμημα που ανατράφηκε στους κόλπους της τουρκοκυπριακής Δεξιάς. «Πρώτα ήθελα να μοιραστώ τη φωνή της συνείδησής μου και μετά ορκίστηκα κανονικά»[3], δήλωσε η Ντοούς Ντεριά αμέσως μετά το πρώτο σοκ. Αυτή η ομολογία αποκαλύπτει ότι ένα τουλάχιστον μέρος της τουρκοκυπριακής Αριστεράς υπογραμμίζει με επιμονή ότι το υφιστάμενο καθεστώς και η ιδεολογία του δεν ήταν και δεν πρόκειται να γίνουν προϊόν διεκδίκησης, ούτε καν δημοκρατικής διαπραγμάτευσης. Η διευκρίνηση της ότι δεν απορρίπτει τον κανονικό όρκο, τον οποίο και στη συνέχεια εκφώνησε, αποκαλύπτει ότι οι «κανονικές-συμβατικές» διαδικασίες του ντενκτασικού κράτους παραμένουν αναγκαίες ως ένα βαθμό (για αυτό το κομμάτι της Αριστεράς) εάν επιθυμεί να δραστηριοποιηθεί, αλλά δεν ξεφεύγουν από το επίπεδο του τυπικού.

Επομένως θα μπορούσε να λεχθεί, ότι η προσπάθεια της Ντοούς καθρεφτίζει την απαξίωση προς ένα καθεστώς κηδεμονίας που δημιουργήθηκε παρά και εναντίον της τουρκοκυπριακής βούλησης. Αντικατοπτρίζει το διαχρονικό αίτημα για ισότητα και εκδημοκρατικοποίηση στις σχέσεις της κοινότητας με την Τουρκία. Δεν αποτελεί προσπάθεια ανατροπής ή κατάργησης χωριστών τουρκοκυπριακών δομών εξουσίας, αλλά σηματοδοτεί για μια ακόμη φορά τη θέληση της προοδευτικής μερίδας της κοινότητας για την κατοχύρωση της αυτοδιοίκησής της μέσα από μια δημοκρατικότερη συνεργασία (ομοσπονδιακή λύση) με την Ελληνοκυπριακή κοινότητα.

Η ενέργεια της Τουρκοκύπριας φεμινίστριας δε θα έπρεπε να ξαφνιάσει, υπό κανονικές συνθήκες, τουλάχιστον την ίδια την κοινότητα της. Γιατί πέραν όλων των άλλων, αποτελεί την απτή απόδειξη ότι η πολιτική πραγματικότητα στα κατεχόμενα συγκροτείται πλέον (και) από νέους πρωταγωνιστές, οι οποίοι προβάλλουν μέσα από τις κοινωνικές διεργασίες της τελευταίες εικοσαετίας. Η σημερινή σύνθεση της «βουλής» είναι αρκετά ενδεικτική. Από τους κομματικούς παράγοντες των τελευταίων είκοσι χρόνων, μετά την 28η Ιουλίου 2013 στα έδρανα υπάρχουν μόνο εφτά γνωστά πρόσωπα[4]. Η μεγαλύτερη αλλαγή συμβαίνει στο ίδιο το Ρεπουμπλικανικό, αφού από τους 21 εκλεγμένους οι 9 είναι νέα πρόσωπα. Συνεπώς υπάρχουν πιο ξεκάθαρες κάποιες νέες αντιλήψεις που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επηρεάζουν το ευρύτερο ιδεολογικό πλαίσιο.

Ο συνωστισμός νέων προσώπων σηματοδοτεί την σταδιακή και σταθερή απομάκρυνση από την βαριά σκιά του πολιτικού συστήματος που άφησε πίσω της η ΤΜΤ. Σήμερα ένας πολύ μεγάλος αριθμών εκλεγμένων δεν είχε άμεση σχέση με τις διεργασίες οικοδόμησης χωριστών δομών εξουσίας στην κοινότητα από το 1963. Αυτή η ομάδα πολιτικών στελεχών συσπειρώνει μέσα της περισσότερο τα προβλήματα που δημιουργεί η απομόνωση των Τουρκοκυπρίων ακριβώς λόγω της παρανομίας των δομών που τώρα καλούνται να διαχειριστούν. Επομένως στο επίκεντρο της σημερινής κατάστασης βρίσκεται και το εξής δεδομένο: Άνθρωποι όπως η Ντοούς Ντεριά, βρίσκονται σε μια θέση αντιφατικών επιπτώσεων. Από τη μια λόγω της ύπαρξης και λειτουργίας των δομών ενσωματώνονται και διεκδικούν στον ένα ή στον άλλο βαθμό τη διαχείρισή τους. Από την άλλη όμως τα άλυτα προβλήματα της τουρκικής κηδεμονίας συντηρούν την απονομιμοποίηση, την απαξίωση αυτών των δομών και την απόσταση αντιρρήσεων που έχει τουλάχιστον το προοδευτικό κομμάτι της κοινότητας. Έτσι εάν ο όρκος της Ντοούς αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο των αλλαγών της τελευταίας εικοσαετίας που εκφράστηκαν με συγκεκριμένο τρόπο και στα αποτελέσματα της πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης, τότε εύκολα οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η Τουρκοκυπριακή κοινότητα βιώνει αλλαγές προσώπων που μοιραία θα εκφραστούν σύντομα και σε αλλαγές πολιτικών αντιλήψεων στο δημόσιο χώρο.   

Οι προσπάθειες συνεργασιών και η θεωρία του «μεγάλου συνασπισμού» Ρεπουμπλικανικού και Εθνικής Ενότητας

Πάντως, ο όρκος προκάλεσε ρωγμές και στο κομματικό πεδίο. Ρωγμές που αφορούν και στο ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα. Η ενόχληση της τουρκοκυπριακής Δεξιάς ήταν περισσότερο από φανερή και ίσως δεδομένη. Εκφράστηκε με την αποχώρηση από την αίθουσα των στελεχών του Κόμματος Εθνικής Ενότητας και του Δημοκρατικού, τη στιγμή που η Ντεριά ήταν ακόμα στο βήμα. Το ίδιο έπραξαν και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ντερβίς Έρογλου με τον πρέσβη της Τουρκίας Ιμπραχίμ Άκτσια. Τους ακολούθησε όμως και ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, μια ενέργεια που δεν έμεινε ασχολίαστη από τον πυρήνα του Ρεπουμπλικανικού. Μάλιστα σε μια κίνηση πολλών μηνυμάτων, ο πρώην ηγέτης του κόμματος, Φερντί Σαμπίτ Σογιέρ αποχώρησε τη στιγμή που ορκίζονταν οι του Κόμματος Εθνικής Ενότητας. Η ερμηνεία μπορεί να είναι διπλή: Ο Σογιέρ από τη μια στήριξε τη νεαρή φεμινίστρια. Από την άλλη όμως επιδίωξε να διαφοροποιηθεί από τα μηνύματα και τις πράξεις του Ταλάτ. Άλλωστε οι κόντρες των δύο τα τελευταία χρόνια κατάντησαν κοινό μυστικό.

Ο Ταλάτ το τελευταίο χρονικό διάστημα αναλαμβάνει την επιδιόρθωση των σχέσεων του με την Άγκυρα και το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, με το βλέμμα στις εκλογές για τον Τουρκοκύπριο ηγέτη τον Απρίλιο του 2015. Σε αυτό το πλαίσιο άλλωστε βρίσκονται και οι επίμονες του διακηρύξεις για την αναγκαιότητα συνεργασίας του Ρεπουμπλικανικού με το Εθνικής Ενότητας. Αυτός ο «μεγάλος συνασπισμός» ουσιαστικά πιστοποιεί την ύπαρξη δυνάμεων μέσα στο Ρεπουμπλικανικό, οι οποίες τάσσονται υπέρ του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού έτσι όπως εκφράζεται στο μνημόνιο συνεργασίας με την Άγκυρα. Το δικαιολογητικό για μια τέτοια εξέλιξη βρίσκει πολλούς αντιπάλους μέσα στο κόμμα της κεντροαριστεράς, όμως δεν απομακρύνεται από μια πραγματική βάση: Σύμφωνα με τη θεωρία του Ταλάτ και του κύκλου του, το Κόμμα Εθνικής Ενότητας βρίσκεται σε μια περίοδο ανακατατάξεων και «κάθαρσης» από το εθνικιστικό παρελθόν τύπου ΤΜΤ. Το παραδοσιακό κόμμα της Δεξιάς, ως αποτέλεσμα της πρόσφατης διάσπασης, έχει απομακρυνθεί πλέον από τον έλεγχο του Έρογλου και συνεπώς απομακρύνεται σταδιακά και από τον τρόπο διαχείρισης των δομών του συγκεκριμένου κύκλου εξουσίας[5].

Μάλιστα η ενσωμάτωση των συνεργατών Έρογλου στο Δημοκρατικό Κόμμα του Ντεντάς, σηματοδοτεί την έναρξη διεργασιών σχηματισμού της «νέας Δεξιάς» στο Εθνικής Ενότητας. Επομένως, σύμφωνα με τη θεώρηση Ταλάτ, η όποια συνεργασία με τον Ντενκτάς υπονοεί συμμαχία του Ρεπουμπλικανικού με την πιο ακραία πολιτική εξαιτίας της οποίας για τόσα χρόνια η Αριστερά βρισκόταν στο περιθώριο. Αυτό το στοιχείο δεν αφήνει ασυγκίνητους πολλούς μέσα στο Ρεπουμπλικανικό, ακριβώς λόγω της διαχρονικής περιθωριοποίησης και καταδίωξης από το ντενκτασικό κατεστημένο. Παράλληλα ο Ταλάτ επιμένει ότι η πιθανότητα συνεργασίας του Ρεπουμπλικανικού με το Δημοκρατικό, αφήνει ανοιχτό παράθυρο σταθεροποίησης της παρουσίας του Έρογλου στο πολιτικό σκηνικό με προοπτική μάλιστα ενίσχυσης της εμπλοκής του Τουρκοκύπριου ηγέτη και στην εκτελεστική εξουσία. Με λίγα λόγια το κεντρικό επιχείρημα υπογραμμίζει ότι η «αιώνια αντιπαλότητα» του Ρεπουμπλικανικού με το Εθνικής Ενότητας, δεν έχει πλέον την ιστορική της βάση, αφού αυτή έχει μετακινηθεί στο Δημοκρατικό διαμέσου του συνασπισμού των «Εθνικών Δυνάμεων»[6].

Ανεξαρτήτως της κατάληξης των προσπαθειών για συνεργασία στην «κυβέρνηση», φαίνεται ότι το Ρεπουμπλικανικό θα αναγκαστεί να διαχειριστεί δύο πολύ μεγάλα ζητήματα πέραν του Κυπριακού. Το ένα είναι το μνημόνιο με την Τουρκία για το οποίο υποσχέθηκε ότι θα επιδιώξει αλλαγές. Σε αυτή την περίπτωση μάλλον θα μπορεί να συνεργαστεί καλύτερα με το Δημοκρατικό Κόμμα και το Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας συγκεντρώνοντας έτσι 36 έδρες (21+12+3). Το δεύτερο ζήτημα είναι η αλλαγή του συντάγματος, επίσης αίτημα όλων των κομμάτων. Σε αυτή την περίπτωση θα χρειαστεί εκτελεστική εξουσία να συγκεντρώνει τουλάχιστον 35 έδρες και συνεπώς το σενάριο του «μεγάλου συνασπισμού» κρατιέται στην επικαιρότητα ως επιπλέον του σεναρίου συνεργασίας των τριών που προαναφέρθηκαν.

Σε κάθε περίπτωση, η αντιπαράθεση που διεξάγεται με φόντο τις κομματικές συνεργασίες αναδεικνύει ακόμα ένα στοιχείο αλλαγών στα κατεχόμενα. Παλαιότερα και ιδιαίτερα μετά το 2000, τα λεγόμενα μεγάλα κόμματα ήταν περίπου δεδομένα – το Ρεπουμπλικανικό και το Εθνικής Ενότητας. Τα λεγόμενα μικρά επίσης ήταν δεδομένα – το Δημοκρατικό και οι διάφορες εκφράσεις του Κοινοτικής Δημοκρατίας. Πλέον τα πράγματα είναι κάπως πιο περίπλοκα με αφορμή τη διάσπαση της Δεξιάς. Το Δημοκρατικό Κόμμα, λόγω της κατακόρυφης αύξησης των ποσοστών του, δεν μπορεί πλέον να θεωρείται το «μικρό κόμμα». Έχει μόνο δύο έδρες διαφορά από το Εθνικής Ενότητας (14 και 12) και συνεπώς μπορεί να διεκδικήσει μεγαλύτερη εκπροσώπηση στην εκτελεστική εξουσία.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πληροφορίες αναφέρουν ότι παρά τα προβλήματα η πιθανότητα συνεργασίας του Ρεπουμπλικανικού με το Δημοκρατικό είναι μεγαλύτερη λόγω πιέσεων από την βάση. Η πρόταση του Ντενκτάς που κατέθεσε ενώπιον του Ρεπουμπλικανικού συμπεριλαμβάνει πέντε «υπουργεία», κάτι που αρχικά αντιμετωπίζει τη δυσαρέσκεια της κεντροαριστεράς. Επίσης η αρχική πρόταση του Δημοκρατικού συμπεριλαμβάνει και τη σκέψη δημιουργίας ενός υπουργικού από τεχνοκράτες. Αναφορικά με το Κυπριακό, παρόλο που δεν βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα, τα δύο κόμματα διαφωνούν με τον Σερντάρ Ντενκτάς να προτείνει ότι σε περίπτωση αδιεξόδου της νέας διαδικασίας να ζητηθεί από την τουρκοκυπριακή πλευρά όπως σταματήσουν οριστικά.

Είναι γεγονός ότι το αποτέλεσμα των εκλογών, στο παρόν στάδιο, έχει μετατρέψει τον Ντενκτάς σε κάτι περισσότερο από ρυθμιστή της κατάστασης, κάτι βεβαίως που θα εξαρτηθεί από την σταθερότητα της συνεργασίας του με το μπλόγκ των «Εθνικών Δυνάμεων» που αποχώρησαν από το κόμμα του Κιουτσιούκ. Ακόμα ένα πλεονέκτημα για περισσότερες πιέσεις εκ μέρους του Σερντάρ Ντενκτάς είναι και το δεδομένο της «λαϊκής τιμωρίας» του Κόμματος Εθνικής Ενότητας λόγω της ολοκληρωτικής ταύτισής του με το μνημόνιο της Άγκυρας. Η επαναφορά του Κιουτσιούκ (που δεν εκλέγηκε καν) στο κέντρο της πολιτικής δεν παύει από του να είναι στοιχείο φθοράς για το Ρεπουμπλικανικό.

Ο πληθυσμός: Το «αιώνιο» πρόβλημα

Στις 13 Αυγούστου 2013 η Οργάνωση Κρατικού Σχεδιασμού ανακοίνωσε τα αποτελέσματα του δεύτερου σταδίου της καταμέτρησης πληθυσμού που έγινε το 2011. Υπενθυμίζεται ότι τότε η καταμέτρηση αποτέλεσε στοιχείο πολύ έντονων αντιπαραθέσεων και η ανακοίνωση των νέων αριθμών μάλλον θα μετατραπεί και πάλι σε επίκεντρο πολιτικών εξελίξεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του δεύτερου σταδίου που ανακοινώθηκαν ο de-jure πληθυσμός ανέρχεται στις 286.257. Η επαρχία της Λευκωσίας έχει πληθυσμό 94.824, η Αμμόχωστο ακολουθεί με 69.741, η Κερύνεια με 69.163, η Μόρφου με 30.037 και το Τρίκωμο με 22.492.

Σύμφωνα με τα συγκεκριμένα στοιχεία ο αριθμός των γεννημένων στην Κύπρο που διαμένει μόνιμα στις βόρειες περιοχές είναι 160.207 (56%), ενώ ο αριθμός του πληθυσμού που γεννήθηκε στην Τουρκία είναι 104.641 (36.6%).
 
 
 
 
 
 


[2] “Vicdani Yemin”, Yeni Düzen, 13.8.2013.
[4] “Ne şehit ne gazi. Sadece gadimici”, Afrika, 11.8.2013.
[5] Ozan Ceyhun, “KKTC seçimlerinin ardından sürprizlere gebe”, Haberdar, 29.7.2013.
[6] Şevki Kıralp, “Koalisyona doğru: Alternatifler ve Olasılıklar”, Gaile, Ένθετο Yeni Düzen, τχ. 226, 11.8.2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου