Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Τουρκοκυπριακές προοδευτικές διεκδικήσεις: Μια κυπριακή υπόθεση



Μήνας, Ιανουάριος του έτους 2011. Το μεγάλο πανό με την επιγραφή «Άγκυρα δε θέλουμε τα λεφτά σου, τα οικονομικά σου πακέτα, τους δημόσιους σου υπαλλήλους» έμπαινε στην πλατεία Ινονού στην κατεχόμενη Λευκωσία. Αυτό το πανό, ακολουθούσε ένα άλλο… «Αυτή η χώρα είναι δική μας, εμείς θα την διοικήσουμε», συνοδευόμενα και τα δύο όχι από εκατοντάδες, αλλά από χιλιάδες Τουρκοκύπριων συμπατριωτών μας. Το σκηνικό επαναλήφθηκε με μεγαλύτερη ένταση, τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου.

Η πλειοψηφία της Τουρκοκυπριακής κοινότητας ξαναβρέθηκε στους δρόμους, υψώνοντας τη φωνή της ενάντια στην κατοχική παρουσία της Τουρκίας. Η Τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν διαμαρτυρήθηκε για κάποιες «μειωμένες οικονομικές παροχές», όπως έντεχνα προσπάθησαν κάποιοι να πλασάρουν τόσο στην Τουρκία, όσο και στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Αντίθετα, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα βροντοφώναξε ενάντια στην καταρράκωση της αξιοπρέπειας της, ενάντια στον κίνδυνο αφανισμού της, ενάντια στην απειλή να μην γίνεται πλέον διακριτή ως μια πολιτική-κυπριακή κοινότητα. Με λίγα λόγια βροντοφώναξε αυτό που και ο κάθε προοδευτικός Ελληνοκύπριος έχει κρυμμένο στη συνείδησή του: ότι η επίλυση του Κυπριακού, προϋποθέτει την άρση της κατοχής, αλλά και την ισότιμη ανάδειξη των δύο κοινοτήτων ως πρωταγωνιστών στην ιστορία της κοινής τους πατρίδας.

Εάν πρόκειται λοιπόν να εντοπίσουμε σφαιρικά και ολοκληρωμένα τις προοπτικές συμβίωσης 38 χρόνια μετά, θα πρέπει μεταξύ άλλων να εκτιμήσουμε τις εξελίξεις ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα μέσα από ένα ορθό ιστορικό πλαίσιο. Κάτι τέτοιο θα μας προσφέρει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τις ιδεολογικές τάσεις που αναπτύσσονται στα κατεχόμενα, τάσεις που αντανακλούν στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα, στην Τουρκία, αλλά και στο ίδιο το Κυπριακό πρόβλημα. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε ακόμα να εντοπίσουμε κοινά αιτήματα και διεκδικήσεις που κρατούν ζωντανή την προοπτική της επανένωσης και της συμβίωσης.

Η εισβολή του 1974 και η μετέπειτα εντατικοποίηση στη δημιουργία χωριστών δομών εξουσίας, ήταν παράγοντας που δημιούργησαν μια νέα κοινωνική πραγματικότητα για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Σε ιδεολογικό επίπεδο, το ψευδοκράτος συνιστούσε από την αρχή ένα εργαλείο για την εγκαθίδρυση της βάσης νομιμοποίησης ενός χωριστού τουρκοκυπριακού λαού, ενώ την ίδια στιγμή νομιμοποιούσε την εισβολή ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους. Παράλληλα και αντιφατικά, το παράνομο κράτος έδινε μεγαλύτερη δυνατότητα στον Ντενκτάς να ενισχύει την αντίληψη ότι οι Τουρκοκύπριοι ήταν μια προέκταση του τουρκικού έθνους και ο ίδιος εκπρόσωπος τους ενώπιον του τουρκικού κράτους. «Χάρη στο Θεό τώρα έχω το κράτος μου, έχω τη χώρα μου, έχω το λαό μου» αναφώνησε ο Ντενκτάς στις 17 Νοεμβρίου 1983 στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, πιστοποιώντας ακριβώς τα πιο πάνω[1].

Από την άλλη, το ψευδοκράτος επαναοριοθέτησε τον εθνικισμό με τρόπο που να εμποδίζονται όλες οι φυγόκεντρες δυναμικές εκ μέρους της αριστερής αντιπολίτευσης. Οι αντιδράσεις των Τουρκοκυπρίων μετά την εισβολή λόγω του εποικισμού, η σχετική άνοδος του συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς και η διαφοροποίηση στο Κυπριακό που παρουσίαζαν κόμματα όπως το Ρεπουμπλικανικό, ήταν δεδομένα που αμφισβητούσαν το ρόλο του Ντενκτάς, αλλά και το ρόλο της Τουρκίας. Συνεπώς μια «νέα» δομή, μέσα σε ένα επαναοριοθετημένο ιδεολογικό πλαίσιο θα διασφάλιζε την ιδεολογική μονοκρατορία Ντενκτάς και θα απονομιμοποιούσε ως μη εθνικές-ως αντεθνικές, όλες τις άλλες δυνάμεις. 

Σε κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, η νέα αυτή πραγματικότητα παρήγαγε τη διαφθορά, τις πελατειακές σχέσεις μέσα από μια δομή «πλιάτσικου» στο επίκεντρο του οποίου ήταν ο διαμοιρασμός των ελληνοκυπριακών περιουσιών. Αυτή η διαδικασία με τη σειρά της αναπαρήγαγε μια συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων, μια συγκεκριμένη ισορροπία ισχύος πάνω στα «πολεμικά λάφυρα». Όμως την ίδια στιγμή, η βάση της κοινωνίας αποτελούσε και μια εστία μόνιμης αβεβαιότητας για τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι σταδιακά συνειδητοποίησαν ότι αντί να αρχίσουν μια καινούργια ζωή, συνέχισαν να ζουν εγκλωβισμένοι ανάμεσα στις αναμνήσεις των Ελληνοκύπριων ιδιοκτητών. Σε αυτό το επίπεδο, βασική συνιστώσα ήταν και ο εποικισμός. Μια πολιτική πράξη που μετατράπηκε άμεσα σε μια απειλητική εξέλιξη για την πολιτική και πολιτισμική ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων.

Αποτελεί όμως αναντίλεκτο γεγονός ότι η δημιουργία χωριστών δομών και η λειτουργία τους επί του εδάφους για τόσα πολλά χρόνια, κορύφωσε και μια διαδικασία ανάπτυξης χωριστής τουρκοκυπριακής συνείδησης εξουσίας. Ο βίαιος γεωγραφικός διαχωρισμός του 1974, επιτάχυνε την προηγούμενη διαδικασία οικοδόμησης χωριστών δομών και έστω υπό αντιρρήσεις δημιουργούσε μια απάντηση στην ανάγκη αυτοδιοίκησης των Τουρκοκυπρίων. Σταδιακά το λεγόμενο κράτος, οι θεσμοί, τα σύμβολά του, η εντελώς χωριστή από τους Ελληνοκύπριους κοινωνικό-οικονομική δραστηριότητα, μετατράπηκαν σε καθημερινότητα αλλά και δυναμική ενσωμάτωσης των Τουρκοκυπρίων.

Όμως η διεκδίκηση των Τουρκοκυπρίων για αυτοδιοίκηση δεν μπορούσε, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί μέσα από το δημιούργημα της κατοχής. Ο εποικισμός, η βαθιά οικονομική και πολιτική εξάρτηση από την Τουρκία, η αυταρχικότητα της ακροδεξιάς και η παντελώς ελεύθερη δραστηριοποίηση του παρακράτους που κατέπνιγε τις προοδευτικές φωνές, ξεμπροστιάζουν ενώπιον μας μια σημαντική αντίφαση: Ενώ από τη μια το ψευδοκράτος συνέβαλε στην ενίσχυση μιας χωριστής τουρκοκυπριακής συνείδησης εξουσίας, από την άλλη το ίδιο το ψευδοκράτος υπονόμευσε τόσο την συνείδηση όσο και την ταυτότητα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Σήμερα λοιπόν είμαστε μάρτυρες της φωνής εκείνης, η οποία μπροστά στον κίνδυνο αφανισμού της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, εμφανίζεται στο δημόσιο χώρο υπογραμμίζοντας την ανάγκη, την υποχρέωση σεβασμού προς την τιμή και την αξιοπρέπεια των Κυπρίων. Συνεπώς η διεκδίκηση της τιμής και της αξιοπρέπειας των Τουρκοκυπρίων απέναντι στην Τουρκία, είναι διεκδίκηση προοδευτική, δημοκρατική και πάνω από όλα κυπριακή υπόθεση.

Το υποβόσκον μήνυμα των αντιδράσεων των συμπατριωτών μας, έτσι όπως εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια είναι το εξής: οι κατοχικές δομές που υποτίθεται πως δημιουργήθηκαν για να εκφράσουν μια χωριστή εθνική βούληση, ενός χωριστού λαού στην Κύπρο, τούτη την ώρα υποβιβάζουν τους Τουρκοκύπριους σε αριθμητική και πολιτική μειονότητα, ακυρώνουν τη βούληση τους.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, οι πρόσφατες εξελίξεις στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, ιδιαίτερα οι μαζικές κινητοποιήσεις του προηγούμενου χρόνου, έχουν το χαρακτήρα της αμφισβήτησης των κατοχικών δομών. Οι κινητοποιήσεις αυτές επανέφεραν στο προσκήνιο τη συνειδητοποίηση ότι ένα χωριστό κράτος στην Κύπρο, μπορεί να αποτελεί κέντρο εξουσίας, όμως δεν είναι ούτε βιώσιμο, ούτε τουρκοκυπριακής «προέλευσης».

Παράλληλα, η κραυγή αγωνίας των διαδηλωτών έχει αμφισβητήσει σε μεγάλο βαθμό τον ακροδεξιάς έμπνευσης λεγόμενο εθνοσωτήριο ρόλο της Τουρκίας. Μπορεί η προοδευτική μερίδα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας να μην έχει εισέλθει σε μια ολοκληρωτική απονομιμοποίηση του 1974, άλλωστε κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο λόγω των προηγούμενων γεγονότων, όμως ξεκάθαρα απονομιμοποιεί την ακραία ιδεολογία του 1974 και όλων αυτών που ακολούθησαν μέχρι και σήμερα.  

Με βάση τα πιο πάνω, σήμερα φαίνεται ότι μια μεγάλη μερίδα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας προσπαθεί να ανατρέψει τις εθνικιστικές αρχές της τουρκικότητας της κοινότητας. Διεκδικεί να αναγνωρίζεται και να παίρνει τη θέση της ως υποκείμενο στην κυπριακή ιστορία. Διεκδικεί δηλαδή την κυπριακότητα της ταυτότητάς της. Έτσι την ίδια στιγμή, συνειδητά ή ασυνείδητα, διεκδικεί και τον περιορισμό του ρόλου της Τουρκίας στην ίδια την κυπριακή ιστορία. Συνεπώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι σήμερα, μια πολύ μεγάλη μερίδα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας επιδιώκει να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της με την Τουρκία και να ανατρέψει οριστικά την καταπιεστική ισορροπία «διοικητή-διοικούμενου».

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, δεν μπορούμε παρά να διακρίνουμε στον ορίζοντα της Κύπρου, κοινά αιτήματα και διεκδικήσεις με την προοδευτική, δημοκρατική μερίδα των Ελληνοκυπρίων. Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων στα κατεχόμενα, τουλάχιστον αυτές που αφορούν στην τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση, θέτουν επί τάπητος ξανά το ζήτημα του να μετατρέψουμε την Κύπρο ξανά στην κοινή πατρίδα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Αυτές οι διαδικασίες υπογραμμίζουν ότι παρά τα προβλήματα και τις απογοητεύσεις, παρά τα πισωγυρίσματα και τα αδιέξοδα, σήμερα 38 χρόνια μετά ακόμα υπάρχουν οι βάσεις πάνω στις οποίες Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μπορούν να χτίσουν το κοινό τους μέλλον. Τα κοινά αιτήματα και διεκδικήσεις των δύο κοινοτήτων, έτσι όπως καταγράφονται, ξεπερνούν τα όρια μιας διευθέτησης νομικού περιεχομένου στο τραπέζι των συνομιλιών. Ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια μιας τυπικής λύσης στο χαρτί. Αυτά τα αιτήματα τονίζουν ότι η πραγματική και ουσιαστική επίλυση του Κυπριακού θα επιτευχθεί όταν η ομοσπονδιακή λύση πέραν από αποδεχτή στο χαρτί, μετατραπεί και σε αναγνωρίσιμη ως μια δημοκρατική και προοδευτική πολιτική διεκδίκηση. Γιατί η ομοσπονδιακή επανένωση του τόπου και του λαού μας, μετά τα τραγικά γεγονότα, ήταν, είναι και θα πρέπει να παραμείνει μια υπόθεση νοοτροπίας, αξιών και οράματος για το μέλλον της κοινής μας πατρίδας.

Μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία η οποία θα κατοχυρώνει τόσο τα ατομικά, όσο και τα συλλογικά δικαιώματα, μια ομοσπονδία που στα πλαίσια της πολιτικής ισότητας θα δημιουργεί κοινά και συνενωτικά πεδία δραστηριοποίησης των Κυπρίων,  είναι σήμερα παρά ποτέ, αναγκαία διεκδίκηση. Μια τέτοια λύση θα ικανοποιήσει τις ανάγκες και τους φόβους των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, θα εγγυηθεί την προστασία της κυπριακής τους ταυτότητας και θα σεβαστεί την εθνοτική τους καταγωγή, θα ανοίξει δρόμους συνεργασίας και θα οικοδομήσει βάσεις για την κοινή δράση του λαού μας.

 

Νίκος Μούδουρος

Το κείμενο αυτό βασίζεται σε ομιλία που κατατέθηκε στην εκδήλωση επαναπροσέγγισης με θέμα «38 χρόνια μετά, δυνατότητες συμβίωσης» της επαρχιακής επιτροπής ΑΚΕΛ Πάφου

22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2012 



[1] Παρατίθεται στο Σία Αναγνωστοπούλου, Τουρκικός Εκσυγχρονισμός, Αθήνα 2004, σ. 219

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου